ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αγωγή αρ. 61/2023
ΙΑΚΩΒΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ενάγων
ν.
GENA SENSORIO
Εναγόμενη
Αίτηση ημερομηνίας 27.01.2023 για ενδιάμεση θεραπεία
Ημερομηνία: 18 Δεκεμβρίου 2023
Εμφανίσεις:
Γ. Λεοντίου, για τον Ενάγοντα/Αιτητή
Κ. Χ. Τούμπας, για Τούμπας & Τούμπας ΔΕΠΕ, για την Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο πατέρας του Ενάγοντος, ο οποίος είχε παντρευτεί την Εναγόμενη, απεβίωσε την 14.08.2022. Ήταν κάτοχος Τουρκοκυπριακής κατοικίας στην Ανδρολύκου. Ο Ενάγων, μετά τον θάνατο του πατέρα του, αιτήθηκε στην αρμόδια αρχή να παραχωρηθεί στον ίδιο η Τουρκοκυπριακή κατοικία, αίτημα που εγκρίθηκε και υπογράφθηκε σχετική σύμβαση μίσθωσης με τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με αρχική περίοδο από την 01.11.2022 μέχρι την 31.10.2023, που ανανεώνεται. Ο Ενάγων μετέβη στην κατοικία για να εγκατασταθεί με την ανήλικη θυγατέρα του, ωστόσο εντόπισαν στην οικία την Εναγόμενη. Ο Ενάγων διατηρεί την πεποίθηση πως η Εναγόμενη ήθελε να αποκομίσει περιουσιακά οφέλη από τον πατέρα του. Όταν η Εναγόμενη ανέφερε κατηγορηματικά ότι δεν θα εγκαταλείψει την κατοικία, ο Ενάγων προέβη και σε καταγγελία της στην Αστυνομία, καθότι η παραμονή της στην οικία είναι, κατά τη θέση του, παράνομη. Ακολούθησε αλληλογραφία δια δικηγόρων. Ο Ενάγων αναγκάστηκε στο μεταξύ να μισθώσει άλλη κατοικία, για να διαμείνει. Ζητά, με την αγωγή του, διάταγμα ανάκτησης της κατοχής της κατοικίας, διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στην Εναγόμενη η επέμβαση στην κατοικία και η πρόκληση ζημιάς σε αυτήν. Αξιώνει και τα μισθώματα που ο Ενάγων κατέβαλε στην αρμόδια αρχή.
Στο πλαίσιο της αγωγής του, ο Ενάγων αιτήθηκε όμοια με την αγωγή του και υπό μορφή ενδιάμεσης θεραπείας, κάνοντας χρήση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Ανέφερε ενόρκως όσα και στην έκθεση απαίτησής του, προσκομίζοντας σχετικά στοιχεία, και επιχειρηματολογώντας ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων. Η αίτηση του Ενάγοντος υποβλήθηκε μονομερώς, αλλά κατέστη από το Δικαστήριο δια κλήσεως της Εναγόμενης.
Η Εναγόμενη ενίσταται στην έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων που ζητά ο Ενάγων, για πολλαπλούς λόγους που αλληλοκαλύπτονται και συνοψίζονται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης τέτοιας φύσης διαταγμάτων, ούτε είναι δίκαιο να εκδοθούν, ενώ απώτερος σκοπός του Ενάγοντος είναι να υφαρπάξει την κατοικία από την Εναγόμενη, που διαμένει εκεί νόμιμα, για πολλά χρόνια.
Στη μαρτυρία της Εναγόμενης, που υποστηρίζει την αίτησή της, αναφέρει τα εξής γεγονότα: Κατάγεται από τις Φιλιππίνες και ζει στην Κύπρο για περίπου 16 χρόνια, γράφει και μιλά καλά Ελληνικά. Αιτήθηκε πρόσφατα την πολιτογράφησή της ως Κύπρια. Με τον αποβιώσαντα, πατέρα του Ενάγοντος, συνήψαν γάμο από το 2008 και μέχρι τον θάνατό του, το 2022, διέμεναν μαζί στην οικία στην Ανδρολύκου. Αυτό ήταν γνωστό στον Ενάγοντα. Ο αποβιώσας κατείχε νόμιμα την οικία με βάση σύμβαση μίσθωσης που είχε συνάψει με τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Ο Ενάγων απέκρυψε δολίως από την αρμόδια αρχή πως η Εναγόμενη ήταν η νόμιμη σύζυγος του αποβιώσαντος, προκειμένου να εξασφαλίσει ο ίδιος σύμβαση μίσθωσης της ίδιας οικίας. Την παρουσίασε ως «φιλενάδα» και τον εαυτό του ως τον μοναδικό κληρονόμο του αποβιώσαντος, ενώ υπάρχουν ακόμα τέσσερις κληρονόμοι, περιλαμβανομένης της Εναγόμενης. Παρουσίασε επίσης ότι η οικία στην Ανδρολύκου είναι εγκαταλελειμμένη. Δεν υπάρχει διαχειριστικό διάταγμα που να δίδει στον Ενάγοντα κάποια εξουσία αναφορικά με την περιουσία του αποβιώσαντος. Ενημέρωσε η ίδια η Εναγόμενη τις Αρχές, μέσω του δικηγόρου της. Εκλαμβάνει, αναπόφευκτα, ότι ο Ενάγων επιχείρησε να την εκδιώξει από την οικία με ύπουλο τρόπο. Γι’ αυτό, όπως θέτει, ο Ενάγων αιτήθηκε για την παραχώρησή της σ’ αυτόν, ενώ διέμενε αλλού και δεν την χρειάζονταν, η δε αίτησή του ήταν για να του παραχωρηθεί ως εξοχική κατοικία, ενώ στην Ανδρολύκου υπάρχουν άλλες οικίες, που θα μπορούσαν να του παραχωρηθούν. Η ενέργεια του Ενάγοντος προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις και σε άλλους κατοίκους του χωριού, που την γνωρίζουν ως τη νόμιμη σύζυγο του αποβιώσαντος για πολλά χρόνια και ως άτομο που ενσωματώθηκε πλήρως στην κοινότητα. Ορισμένοι εξ αυτών υπέγραψαν σχετικές δηλώσεις. Το θέμα απασχόλησε και τα ΜΜΕ. Η ίδια η Εναγόμενη, όπως αναφέρει, ουδέποτε επενέβη παράνομα στην οικία, αλλά η οικία κατέστη και εξακολουθεί να είναι ο νόμιμος και μόνιμος χώρος διαμονής της. Όταν ο αποβιώσας αρρώστησε βαριά, αναγκάστηκαν να διαμείνουν προσωρινά για λίγες ημέρες στην Κινούσα, μέχρι να φτιαχτεί η οικία στην Ανδρολύκου, που ήταν σε κακή κατάσταση. Η ίδια δαπάνησε ποσό πέραν των €25.000,00, για την ανακαίνισή της, για να μπορεί ο σύζυγός της, που ήταν άρρωστος, αλλά και η ίδια, να έχουν αξιοπρεπή διαβίωση. Προέβη σε διαβήματα για να συνδεθεί ο λογαριασμός ρεύματος στο δικό της όνομα. Ουδέποτε προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την περιουσία του αποβιώσαντος, εξ ου και όσα κατείχε ο αποβιώσας σχετικά με τη βάρκα του είναι ο Ενάγων που τα έλαβε και μάλιστα, κατά τη θέση της, χωρίς να έχει το δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Προσκομίζει και η Εναγόμενη στοιχεία προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών της, μεταξύ άλλων, ότι ο Ενάγων την πολεμά κυρίως λόγω της καταγωγής της και του φύλου της και θεωρώντας την κοινωνικά αδύναμη, ενώ είναι ο ίδιος που δεν στήριξε καθόλου τον πατέρα του, όταν υπήρχε ανάγκη, και που τώρα προσπαθεί να οικειοποιηθεί την περιουσία του.
Με συμπληρωματική του ένορκη δήλωση, ο Ενάγων ανέφερε πως δεν απέκρυψε οτιδήποτε από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Παρουσίασε πιστοποιητικό κληρονόμων, που περιλάμβανε και την Εναγόμενη, καθώς και συγκαταθέσεις από τα αδέλφια του, για να λάβει ο ίδιος την κατοικία στην Ανδρολύκου. Όταν η Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών είχε ειδοποιήσει για την ύπαρξη καθυστερημένων ενοικίων, περίπου €3.500,00, το 2020, είναι ο Ενάγων που τα εξόφλησε, όπως λέει, «αφού η Υπηρεσία μου ανέφερε διαμέσω της Διευθύντριας ότι εάν προέβαινα σε εξόφληση η οικία δεν θα περιέρχονταν πίσω στη Διαχείριση αλλά θα την παρέδιδαν σε εμένα». Η Εναγόμενη δεν δαπάνησε οτιδήποτε. Ο πατέρας του κατείχε την οικία από το 2002, πολύ πριν να γνωρίσει την Εναγόμενη, και είναι με τη βοήθεια και τη στήριξη των παιδιών του που την ανακαίνισε και είναι η Εναγόμενη που την βρήκε έτοιμη. Ο ίδιος δεν είναι ιδιοκτήτης άλλης κατοικίας, είναι σε ΠΣΑ από το οποίο αποπληρώνεται και δάνειο του πατέρα του. Για την αποποίηση του μεριδίου της στη ψαρόβαρκα, η Εναγόμενη έλαβε €1.200,00. Μέχρι σήμερα, συνεχίζει να πληρώνει ο ίδιος ενοίκια, για να διαμένει η Εναγόμενη στην οικία, καθώς και το ηλεκτρικό ρεύμα.
Με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, και η Εναγόμενη αναφέρει πως η ίδια ουδέποτε συγκατατέθηκε να μεταβιβαστεί η οικία στην οποία διαμένει στον Ενάγοντα, ούτε στο να διοριστεί ο Ενάγων ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος. Τι επένδυσε η Εναγόμενη στην οικία της, όπου διέμενε για 15 χρόνια, δεν σχετίζεται με ό,τι ο Ενάγων θεωρεί πως επιβαρύνθηκε, ενώ άλλους λογαριασμούς της οικίας πλήρωνε η Εναγόμενη. Η ίδια εργάζονταν και είναι από τα έσοδά της που ανακαίνισε την οικία, και προσκομίζει περαιτέρω στοιχεία για υποστήριξη των ισχυρισμών της.
Η ακρόαση έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων της αίτησης και της ένστασης. Οι δικηγόροι των διαδίκων αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.
Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής δικαιοδοσίας του, έχει τη δυνατότητα να εκδίδει προσωρινά διατάγματα. Το άρθρο 32 Ν. 14/60 ορίζει το ίδιο τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν, για να μπορεί να εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, καταρχάς απαγορευτικό. Οι προϋποθέσεις αυτές αναλύθηκαν σε πάγια νομολογία[1]. Θα πρέπει ο αιτών διάδικος να αποδείξει ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, που αφορά σε συγκεκριμένο πράγμα, σε χρέος ή αποζημίωση, ορισμένα ή οριστά. Το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση διαπιστώνεται με βάση τα καταχωρισμένα δικόγραφα ή, όπου δεν υπάρχουν, την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Ό,τι εξετάζεται σε σχέση με αυτή την προϋπόθεση, είναι κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία, εάν επιτύχει, θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας[2]. Δεν αρκεί να τίθεται ένα δικάσιμο θέμα. Θα πρέπει να υπάρχουν καλές πιθανότητες ο αιτών να δικαιούται σε θεραπεία και έκδοση δικαστικής απόφασης. Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του[3]. Απαιτείται κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[4]. Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η πιθανότητα, υπό την πιο πάνω έννοια[5]. Εκτός από αυτές τις προϋποθέσεις, θα πρέπει, εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα, να υπάρχει το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, οπότε θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη. Αυτή η τρίτη προϋπόθεση έχει την έννοια ότι τυχόν αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία στην ίδια την αγωγή[6]. Το ισοζύγιο της δικαιοσύνης (balance of justice) συνυπολογίζεται σε περίπτωση που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 Ν 14/60, και απαντά στο εάν είναι εν τέλει δίκαιο να δοθεί η ενδιάμεση θεραπεία. Οι προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 Κεφ.6, που αναφέρονται επίσης στη νομική βάση της αίτησης του Ενάγοντος, εξετάζονται υπό το πρίσμα του άρθρου 32 Ν.14/60.
Ανάλογες προϋποθέσεις ισχύουν και για την έκδοση ενδιάμεσων προστατικών διαταγμάτων. Ωστόσο, επειδή τα προστατικά διατάγματα δεν απαγορεύουν απλώς τη συνέχιση μιας συμπεριφοράς που ο αιτών διάδικος θεωρεί άδικη, αλλά το Δικαστήριο παρεμβαίνει δραστικά και διαμορφώνει θετικά συγκεκριμένη συμπεριφορά του προσώπου προς το οποίο απευθύνονται, όπως λόγου χάριν το να προβεί σε συγκεκριμένη απομάκρυνση, επισκευή ή δαπάνη ή πληρωμή, εκδίδονται με ιδιαίτερη φειδώ και αρκετά πιο ισχυρό βαθμό βεβαιότητας ότι έχει πληγεί σοβαρά δικαίωμα και θα υπάρξει υπέρμετρη ζημιά του αιτούντος, που μόνο με την έκδοση του διατάγματος μπορεί να αποφευχθεί και να διασφαλιστεί η δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς να επαρκεί κάποια αποζημίωση[7]. Ευλόγως, χρειάζεται να τηρηθεί επίπεδο αναλογικότητας ανάμεσα στη ζημιά που υπόκειται το πρόσωπο το οποίο, πριν να ακουστεί πλήρως στη δίκη, διατάσσεται να πράξει, και στη ζημιά που θα υποστεί ο αιτών, εάν δεν χορηγηθεί η ενδιάμεση θεραπεία. Στο πλαίσιο της αναλογικότητας εμπίπτει και η ανάγκη για σαφήνεια και ακρίβεια στις πράξεις που προστάζονται, όπως και στον χρόνο. Η πρώιμη προσταγή, ως μορφή ενδιάμεσης θεραπείας, δεν θα πρέπει να παρεμβάλλει ως μορφή τιμωρίας[8], αλλά ως μέσο διασφάλισης της απονομής της δικαιοσύνης. Ο κίνδυνος ένα ενδιάμεσο προστατικό διάταγμα να υπερβεί το μέτρο αυτό πάντοτε υφίσταται. Ο επείγων χαρακτήρας ενός τέτοιου διατάγματος είναι εγγενής στη φύση του.
Θα πρέπει να είναι γνωστό, σε αμφότερες τις πλευρές, ότι, για τους σκοπούς εξέτασης του ενδεχόμενου χορήγησης ενδιάμεσης θεραπείας, το Δικαστήριο δεν αξιολογεί τη μαρτυρία που προσκομίζεται ως σε δίκη. Συνεπώς, όσα αναφέρθηκαν, στον βαθμό που περιέχουν εκτενή ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, αρμόζουν στην κατ’ ουσία εκδίκαση της υπόθεσης. Όντως, ο Ενάγων βασίζει την αγωγή του στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης, αναφέροντας ότι η Εναγόμενη βρίσκεται παράνομα στην οικία στην Ανδρολύκου, την οποία ο ίδιος δικαιούται να κατέχει με βάση σύμβαση μίσθωσης. Η παράνομη επέμβαση είναι γνωστή στο δίκαιο βάση αγωγής, και ως εκτίθεται δημιουργεί ένα δικάσιμο θέμα, που οδηγεί έκδηλα και φυσιολογικά στην ανάγκη αμφότερων των πλευρών να παραθέσουν στοιχεία, για να υποστηρίξουν σε δίκη τις θέσεις τους, κάτι που ήδη πράττουν. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να ικανοποιηθεί και ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60.
Παρόλα αυτά, χωρίς και πάλι να αξιολογείται η μαρτυρία ή να διατυπώνεται κρίση στην αγωγή του Ενάγοντος, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, δεν έχω ικανοποιηθεί πως υπάρχουν επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας ο Ενάγων να δικαιούται στην τελική θεραπεία των διαταγμάτων που αξιώνει. Εκείνα συνιστούν και την αξίωση στο πλαίσιο της οποίας ζητά συναφή ενδιάμεση θεραπεία. Ενδεχομένως να δικαιούται σε αποζημίωση για δαπάνες στο ακίνητο, εάν εξ αυτών απέκτησε όφελος η Εναγόμενη, διαμένουσα στο ακίνητο, και με την αγωγή του αξιώνει ποσό €112,35. Παρουσιάστηκε, όμως, στο Δικαστήριο, και είναι μη αμφισβητούμενο ως γεγονός, πως η Εναγόμενη ήταν η νόμιμη σύζυγος του αποβιώσαντος κατόχου της οικίας. Διέμενε στην οικία με τη δική του άδεια, ως μέλος της οικογένειάς του. Εκ πρώτης όψεως, δεν απέκτησε την κατοχή του ακινήτου εκτός του συμβατικού πλαισίου χορήγησης της οικίας για τη στέγαση του αποβιώσαντος και της οικογένειάς του, ή δεν είναι πρόδηλη η παρανομία που εκθέτει ο Ενάγων. Δεν τέθηκε, χωρίς από την άλλη να αποκλείεται (γι’ αυτό θα γίνει δίκη), κάποια βάση ότι, με τον θάνατο ενός συμβεβλημένου κατόχου Τουρκοκυπριακής περιουσίας, η νόμιμη σύζυγός του, που διαμένει μαζί του σε αυτήν, καθίστανται αυτομάτως παράνομη επεμβασίας που θα πρέπει να εγκαταλείψει την οικία, γιατί, λόγου χάριν, υποκαθίστανται στο δικαίωμά του αποκλειστικά άλλοι συγγενείς· ή και ότι μεσολάβησε τερματισμός του δικαιώματος κατοχής της Εναγόμενης στην οικία από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με πράξη στρεφόμενη προς την ίδια, γιατί έπαυσαν να πληρούνται όροι χορήγησης, ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο· ή ότι ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών εξουσιοδότησε με κάποιον τρόπο τον Ενάγοντα να προβεί στην εκ μέρους του ανάκτηση της κατοχής του ακινήτου που κατέχει η Εναγόμενη γιατί την κατέχει παράνομα, κ.λπ.. Έπειτα, ο Ενάγων δεν είναι ο ιδιοκτήτης της οικίας και οποιαδήποτε ενέργεια της Εναγόμενης δεν φαίνεται να στρέφεται ευθέως εις βάρος κάποιου δικού του απόλυτου δικαιώματος. Η σύμβαση που συνάφθηκε μεταξύ του Κηδεμόνα και του Ενάγοντος δεσμεύει, ως τέτοια, τους ίδιους, και δεν υπάρχει ένδειξη πως σημαίνει ταυτόχρονα και εξουσιοδότηση του Ενάγοντος από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, να προβεί ο ίδιος σε ενέργειες με βάση το άρθρο 15 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 139/1991. Η ύπαρξη της νομοθετικής ρύθμισης για το ζήτημα λειτουργεί ενάντια στις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής του Ενάγοντος, για επίλυση, ως να’ ταν μεταξύ τους, με την Εναγόμενη, ιδιωτική διαφορά, απορρέουσα από τα κληρονομικά δικαιώματα εκάστου. Δεν υπάρχουν, σε αυτό το στάδιο, στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαφοράς των μερών που θέτει ο Ενάγων με την αγωγή του εναντίον της Εναγόμενης, ξεκάθαρες και επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας, στον βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, για να μπορέσει να προχωρήσει το Δικαστήριο περαιτέρω στην εξέταση, για χορήγηση ενδιάμεσων θεραπειών. Μάλιστα, ενδιάμεσων θεραπειών της δραστικότητας αυτών που επιδιώκει ο Ενάγων, δηλαδή να απομακρυνθεί η Εναγόμενη από την οικία στην οποία διαμένει για χρόνια, για να διαμείνει ο ίδιος. Σε σχέση με τα διατάγματα που ζητά ο Ενάγων με την αγωγή του, δεν ικανοποιείται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60.
Ως προς το δικαίωμα ανάκτησης χρηματικού ποσού €112,35, που αξιώνει ο Ενάγων με την αγωγή του (ή τυχόν άλλο ποσό που μπορεί να αξιώσει ως δαπάνη του στο ακίνητο και για το οποίο αναφέρει πως κατέχει μαρτυρία που θα μπορούσε να αξιολογηθεί σε δίκη), σε σχέση με το οποίο, με βάση όσα παρουσιάστηκαν, υπάρχουν επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας, και ικανοποιείται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60, δεν διαφαίνεται από οπουδήποτε, ότι εάν δεν εκδοθούν τα δραστικότατα διατάγματα που ζητά ο Ενάγων (να απομακρυνθεί η Εναγόμενη από το ακίνητο), ή εάν δεν χορηγηθεί άλλη ενδιάμεση θεραπεία, θα είναι δύσκολο ή αδύνατον να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Δηλαδή, να αποζημιωθεί ο Ενάγων, σε μεταγενέστερο στάδιο. Επομένως, σε σχέση με το χρηματικό σκέλος της αγωγής του Ενάγοντος, η δυνατότητα αποζημίωσης σε μεταγενέστερο στάδιο, που δεν αποκλείεται, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 Ν.14/60.
Επειδή δεν συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων που αξιώνει ο Ενάγων, και η αίτηση του Ενάγοντος δεν μπορεί να έχει επιτυχία, απορρίπτεται.
Τα έξοδα της αίτησης, ακολουθώντας αυτό το αποτέλεσμα, εφόσον δεν υπάρχει λόγος για το αντίθετο, επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντος, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Βλ. και Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557.
[2] American Cyanamid v. Ethicon (1975) 1 All E.R. 504· Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) ΑΑΔ 598.
[4] Πουργουρίδη ν. Μέζου (1994) 1 ΑΑΔ 201.
[5] Βλ και Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (1996) 1 ΑΑΔ 253.
[6] Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 2015.
[7] Clerk & Lindsell on Torts, 16η εκ., παραγ. 7-06, Morris v. Redland Bricks Ltd (1970) A.C. 652, 665, 666, και ενδεικτικά RKB Leathergoods Limited ν. Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071.
[8] Colls Home and Colonial Stores [1904] A.C. 193.