ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αγωγή αρ. 1189/2023
ΔΗΜΟΣ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ
Ενάγοντες
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ (Σ.Α.ΠΑ.)
Εναγόμενοι
Αίτηση ημερομηνίας 29.09.2023 για ενδιάμεση θεραπεία
Ημερομηνία: 18 Δεκεμβρίου 2023
Εμφανίσεις:
Β. Καραγιαννίδης με Μ. Καραγιαννίδου (κα) για Ιωάννης Παπαζαχαρία ΔΕΠΕ, για Ενάγοντα/Αιτητή
Α.Χ. Παπαχαραλάμπους, για Εναγόμενους/Καθ’ ων η αίτηση
Κ. Μενοίκου (κα), για Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 1: Δημητράκη Φακοντή
Π. Κάουρος, για Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 2: Τμήμα Δημοσίων Έργων
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Δήμος Γεροσκήπου («ο Ενάγων») καταχώρισε έντυπο απαίτησης δυνάμει του Κ.7 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ), ως επείγουσα διαδικασία[1]. Η απαίτηση αφορά την ενδεχόμενη και/ή επικείμενη παράνομη επέμβαση στον δημόσιο δρόμο που βρίσκεται στη λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, που εφάπτεται του ιδιωτικού τεμαχίου, στα δημοτικά όρια του Ενάγοντος. Αξιώνει προληπτικά αναγνωριστική απόφαση ότι το Σ.Α.ΠΑ. («ο Εναγόμενος») δεν έχει δικαίωμα επέμβασης σε αυτό τον δημόσιο δρόμο χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του Ενάγοντος και διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στον Εναγόμενο να εισέρχεται και να παρεμβαίνει ή να εκτελέσει εργασίες και εκσκαφές στον προαναφερόμενο δημόσιο δρόμο χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του Ενάγοντος. Ζητά και γενικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις και ειδικές αποζημιώσεις. Η αξία της απαίτησής του είναι άνω των €10.000,00.
Στην έκθεση απαίτησης που περιέχεται στο έντυπο απαίτησης, εκτίθενται τα εξής γεγονότα: Την 23.12.2022, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στο πλαίσιο της αγωγής 823/2014, μεταξύ του Ενδιαφερόμενου Προσώπου 1 (στο εξής ΕΠ1») και του Εναγόμενου, εξέδωσε, μεταξύ άλλων, διατάγματα που προστάζουν τον Εναγόμενο, εντός ορισμένης προθεσμίας, να άρει παράνομη επέμβαση στο τεμάχιο του ΕΠ1, δια της απομάκρυνσης του αγωγού που διασχίζει το ιδιωτικό τεμάχιο καθώς και της ένωσης του οχετού με τον κύριο δρόμο και να επαναφέρει το ιδιωτικό τεμάχιο στην πρότερη κατάστασή του. Οι εργασίες εκείνες προϋποθέτουν την επέμβαση στον προαναφερόμενο δημόσιο δρόμο, που αποτελεί κεντρική αρτηρία, με κίνδυνο, όπως αναφέρεται, την παρακώλυση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων, αλλά και τη δημιουργία ενδεχομένου πλημμύρας κατά την περίοδο βροχών από την παροχέτευση των όμβριων υδάτων. Πέραν αυτού του κινδύνου, το τμήμα του οχετού που ο Εναγόμενος προτίθεται να αφαιρέσει, προκειμένου να συμμορφωθεί με τα δικαστικά διατάγματα, βρίσκεται σε ζώνη ρυμοτομίας, που ο ΕΠ1 έπρεπε να παραχωρήσει έκτοτε. Το τεμάχιο, κατά την κατασκευή του οχετού, επηρεάζονταν από απαλλοτρίωση και επίταξη που δημοσιεύθηκε το 2006. Η απαλλοτρίωση ανακλήθηκε το 2012 και νέα απαλλοτρίωση είναι στη διαδικασία υλοποίησης. Την 12.01.2023, ο Εναγόμενος ενημέρωσε τον Ενάγοντα πως θα πρέπει να συμμορφωθεί με τα δικαστικά διατάγματα, οπότε τον κάλεσε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες και να λάβει να μέτρα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του και να παράσχει συνδρομή ώστε να διευκολυνθεί η διοχέτευση των όμβριων υδάτων σε παρακείμενο αργάκι, λόγω της ύπαρξης του οποίου η Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου είχε στο παρελθόν αρνηθεί την παροχή άδειας για διέλευση από τα ακίνητα του ΕΠ1. Ο Ενάγων εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για τη σκοπούμενη εκτέλεση των εργασιών και ενημέρωσε προφορικά τον Εναγόμενο πως δεν συγκατατίθεται στις εργασίες που ήθελε να εκτελέσει. Την 14.09.2023, έγινε συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων του Ενάγοντος και του Εναγόμενου, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν επίσης πως ο Ενάγων δεν επιθυμούσε επέμβαση στον δημόσιο δρόμο για την εκτέλεση των εργασιών που διατάχθηκε να εκτελέσει ο Εναγόμενος. Αποτελεί γεγονός, κατά τον Ενάγοντα, πως ο οχετός, έκτασης 9 τ.μ., που διασχίζει το ιδιωτικό τεμάχιο, επεκτείνεται στον δημόσιο δρόμο, και τυχόν επέμβαση στον δημόσιο δρόμο για την απομάκρυνσή του δεν επιτρέπεται αλλά θέτει και σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια. Με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 20.09.2023, ο Ενάγων εξέφρασε εκ νέου πως ενδεχόμενη επέμβαση στον δημόσιο δρόμο, εκτός από αναστάτωση και ταλαιπωρία, θα δημιουργήσει τεράστιους κινδύνους ατυχημάτων, ασφάλειας της κυκλοφορίας και φαινόμενα πλημμύρας ενόψει της αναμενόμενης εποχιακής βροχόπτωσης. Ενημέρωνε επίσης για τη ρυμοτομία και την απαλλοτρίωση. Ταυτόχρονα, ο Ενάγων ζήτησε γραπτή επιβεβαίωση από τον Εναγόμενο πως δεν θα προχωρήσει στην καταστροφή του οχετού στο σημείο. Η μη ανταπόκριση του Εναγόμενου, με οποιονδήποτε τρόπο, δημιούργησε την ανησυχία στον Ενάγοντα ότι ο Εναγόμενος θα επέμβει χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η ανησυχία αυτή ενισχύθηκε από το γεγονός ότι την 19.09.2023 ο Εναγόμενος είχε υποβάλει αίτηση στον Επαρχιακό Μηχανικό Δημοσίων Έργων Πάφου για έγκριση διεξαγωγής εργασιών, ήτοι την κατεδάφιση του υφιστάμενου αγωγού. Παρά το γεγονός ότι την 21.09.2023 η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι τυχόν κατεδάφιση του οχετού θα δημιουργήσει πρόβλημα στον δημόσιο δρόμο λόγω όμβριων υδάτων, αυτή η προσπάθεια του Εναγόμενου σε συνάρτηση με την μη ανταπόκρισή του στη διαβεβαίωση ότι δεν θα παρέμβει, κράτησε ζωντανή την ανησυχία του Ενάγοντος.
Στο πλαίσιο αυτής της απαίτησής του, υπέβαλε αυθημερόν επείγουσα αίτηση για ενδιάμεση θεραπεία, ήτοι προσωρινό διάταγμα απαγορευτικό οποιασδήποτε επέμβασης στον δημόσιο χρόνο με εκσκαφή ή σχετικές ενέργειες χωρίς τη συγκατάθεσή του. Η αίτηση είχε υποβληθεί μονομερώς, αλλά, για τους λόγους που εξηγούνται στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 02.10.2023, κατέστη δια κλήσεως τόσο του Εναγόμενου όσο και των ΕΠ1 και ΕΠ2. Βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, καθώς και στους οικείους διαδικαστικούς κανονισμούς[2]. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, εκτίθενται ενόρκως τα προαναφερόμενα γεγονότα, και προσκομίζονται στοιχεία, προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του Ενάγοντος, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ της ανάγκης έκδοσης του αιτούμενου απαγορευτικού διατάγματος. Το πλήρες περιεχόμενο της αίτησης είναι σε γνώση του Δικαστηρίου.
Ο Εναγόμενος και το ΕΠ2 δεν ενίστανται στην έκδοση του αιτούμενου απαγορευτικού διατάγματος, ενίσταται όμως το ΕΠ1, εφόσον είναι το μόνο πρόσωπο που επηρεάζεται από την έκδοσή του. Με την ένστασή του, το ΕΠ1 προβάλλει πως η αγωγή και η αίτηση του Ενάγοντος εναντίον του Εναγόμενου αποτελεί συμπαιγνία προκειμένου να καταστρατηγηθεί η εκτέλεση της τελικής δικαστικής απόφασης στην αγωγή 823/2014 Ε.Δ. Πάφου, με την οποία ο Εναγόμενος διατάχθηκε να άρει παράνομες επεμβάσεις και να επαναφέρει τα ακίνητά του στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από αυτήν. Από τη στιγμή που ανακλήθηκε κάποια απαλλοτρίωση, δεν έχει νομική ισχύ. Τα περί ρυμοτομίας, επίσης, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και έρχονται σε αντίθετη με την υφιστάμενη δικαστική απόφαση στην αγωγή 823/2014 Ε.Δ. Πάφου. Κατά το ΕΠ1, δεν υπάρχει βάση αγωγής ή καλές πιθανότητες επιτυχίας και είναι πρόδηλη η καταχρηστικότητα. Γενικότερα, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης διαταγμάτων αυτής της φύσης ούτε είναι δίκαιο να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, με την επίδραση που έχει στο ΕΠ1. Και το ΕΠ1 υποστηρίζει την ένστασή του με μαρτυρία, δια της οποίας προσκομίζει στοιχεία για να τεκμηριώσει του ισχυρισμούς που συνθέτουν το πλαίσιο της ένστασής του. Το πλήρες περιεχόμενο της ένστασης είναι σε γνώση του Δικαστηρίου.
Η ακρόαση της αίτησης και της ένστασης του ΕΠ1 έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που τις συνοδεύουν. Οι δικηγόροι τους αγόρευσαν προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους.
Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής δικαιοδοσίας του, έχει τη δυνατότητα να εκδίδει προσωρινά διατάγματα. Το άρθρο 32 Ν. 14/60 ορίζει το ίδιο τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν, για να μπορεί να εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, καταρχάς απαγορευτικό. Οι προϋποθέσεις αυτές αναλύθηκαν σε πάγια νομολογία[3]. Θα πρέπει ο αιτών διάδικος να αποδείξει ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, που αφορά σε συγκεκριμένο πράγμα, σε χρέος ή αποζημίωση, ορισμένα ή οριστά. Το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση διαπιστώνεται με βάση τα καταχωρισμένα δικόγραφα ή, όπου δεν υπάρχουν, την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Ό,τι εξετάζεται σε σχέση με αυτή την προϋπόθεση, είναι κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία, εάν επιτύχει, θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας[4]. Δεν αρκεί να τίθεται ένα δικάσιμο θέμα. Θα πρέπει να υπάρχουν καλές πιθανότητες ο αιτών να δικαιούται σε θεραπεία και έκδοση δικαστικής απόφασης. Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του[5]. Απαιτείται κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[6]. Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η πιθανότητα, υπό την πιο πάνω έννοια[7]. Εκτός από αυτές τις προϋποθέσεις, θα πρέπει, εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα, να υπάρχει το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, οπότε θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη. Αυτή η τρίτη προϋπόθεση έχει την έννοια ότι τυχόν αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία στην ίδια την αγωγή[8]. Το ισοζύγιο της δικαιοσύνης (balance of justice) συνυπολογίζεται σε περίπτωση που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 Ν 14/60, και απαντά στο εάν είναι εν τέλει δίκαιο να δοθεί η ενδιάμεση θεραπεία. Οι προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 Κεφ.6, που αναφέρονται επίσης στη νομική βάση της αίτησης του Ενάγοντος, εξετάζονται υπό το πρίσμα του άρθρου 32 Ν.14/60.
Επίσης, υπό το άρθρο 32 Ν.14/1960, προσαρμοσμένα, εξετάζονται και τα προληπτικά διατάγματα τύπου quia timet («επειδή φοβάται»), λόγω του «φόβου» διάπραξης αστικών αδικημάτων στο μέλλον. Τα διατάγματα quia timet ζητούνται συνηθέστερα στο πλαίσιο αγωγής για ήδη τετελεσμένα αστικά αδικήματα, χωρίς να αποκλείεται η εξασφάλισή τους και σε περίπτωση που υπάρχει άλλη βάση αγωγής (λ.χ. παράβαση σύμβασης ή παράβαση νόμου που δημιουργεί αστική ευθύνη), και υπάρχει συναφής με τη βάση αγωγής επαπειλούμενη αδικοπραγία, περιλαμβανομένης της επέμβασης σε άτομο ή σε περιουσία χωρίς νομιμοποιητική βάση. Σε αυτού του είδους τα διατάγματα, είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται κάτι περισσότερο από φόβος να υποστεί ο αιτών βλάβη στο μέλλον· ένας βάσιμος υπολογισμός πως ό,τι συμβαίνει θα πλήξει τα δικαιώματά του[9]. Για να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα, θα πρέπει να αποδεικνύεται «δυνατή πιθανότητα» το αποτέλεσμα να είναι η βλάβη, και ότι, εάν επέλθει, θα είναι ουσιαστική[10]. Η βλάβη θα πρέπει να είναι επικείμενη (imminent)[11]. Όσο μικρότερος είναι ο βαθμός της βεβαιότητας ότι η συμπεριφορά του εναγόμενου θα καταλήξει σε αδικοπραξία, τόσο πιο διστακτικό είναι το Δικαστήριο να χορηγήσει τέτοια θεραπεία. Το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη του και άλλους παράγοντες, όπως την ευκολία με την οποία το άτομο που ενάγεται μπορεί να υλοποιήσει τον κίνδυνο[12] ή την προθυμία του να ενεργήσει κατά τρόπο μη βλαπτικό χωρίς να πρέπει να εξαναγκαστεί από κάποιο διάταγμα[13]. Η απλή άρνηση της διάπραξης ή της πρόθεσης διάπραξης του αστικού αδικήματος το οποίο φοβάται ο αιτών μπορεί να μην αρκεί, ωστόσο η θεραπεία μπορεί επίσης να μην δοθεί όταν δεν υπάρχει η συγκεκριμένη θετική πρόθεση, με σκοπό απλά η ύπαρξη του διατάγματος να διαμορφώσει μιαν αρνητική πρόθεση[14]. Το Δικαστήριο δεν απαγορεύει μελλοντικές πράξεις, εάν αυτές δεν πρόκειται να είναι αδικοπρακτικές[15]. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου δεν είναι ορατή η πιθανότητα διάπραξης του αστικού αδικήματος, το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε απλή αναγνωριστική δήλωση, με δικαίωμα αίτησης για έκδοση τέτοιου διατάγματος, όταν θα καταστεί αναγκαίο[16]. Η έκδοση ή μη έκδοση διαταγμάτων quia timet δεν ακολουθεί τη λογική ότι, εφόσον απαγορεύουν κάτι ήδη απαγορευμένο από τον νόμο, είναι αυτονόητο να εκδίδονται ή ότι γι' αυτό δεν επηρεάζει έτσι κι αλλιώς η έκδοσή τους. Δεν εκδίδονται διατάγματα quia timet δικαιωματικά (as of right). Η έκδοση διαταγμάτων quia timet γενικά γίνεται με φειδώ, και πάντως δεν μπορεί να βασίζεται σε εικοτολογίες ή απροσδιόριστες ανησυχίες ότι θα διαπραχθεί αστικό αδίκημα· είναι εξαιρετική[17].
Η αγωγή του Ενάγοντος είναι βασικά στο σύνολό της προληπτική, εφόσον δεν εκτίθενται οποιαδήποτε γεγονότα για ήδη γενόμενη παράνομη επέμβαση. Εάν επαπειλείται ή όχι παράνομη επέμβαση, θα μπορούσε να συνιστά αυτοτελές αντικείμενο αγωγής και να τίθεται δικάσιμο θέμα. Υπήρξαν ιστορικά τέτοιου είδους αγωγές brevia anticipantia (writs of prevention), που εξέφραζαν την εξαιρετική προληπτική λειτουργία του δικαίου των αδικοπραξιών, με ρίζες βαθιές στη φιλοσοφία. Η προληπτική αγωγή βασίζεται στον φόβο και στις δυναμικές δια των οποίων ο φόβος, όχι απλώς ως συναίσθημα αλλά ως συνθήκη, εν προκειμένω συνδεόμενη με την απειλή κινδύνου δημόσιας ασφάλειας, μπορεί να δημιουργήσει και μια a priori κατάσταση ευθύνης, που να οδηγεί και σε ένα αυτόνομο πλαίσιο αστικής ευθύνης. Βρίσκει εφαρμογές και στον σύγχρονο κόσμο, ενδεχομένως και υπό διαφορετικές ή περισσότερες μορφές, κατά τρόπο που δεν θα μπορούσε να λεχθεί πως δεν πληρείται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60, με τον τρόπο που ο Ενάγων ζητά την παρέμβαση του Δικαστηρίου, για να αποτραπεί ή διασφαλιστεί ό,τι εκλαμβάνει ως κίνδυνο προς τη δημόσια ασφάλεια.
Αυτό που απασχόλησε, συζητήθηκε με τους δικηγόρους του Ενάγοντος από την πρώτη στιγμή, και εξακολουθεί να απασχολεί το Δικαστήριο και με την εξέλιξη της υπόθεσης, καθώς και με βάση όσα αναφέρθηκαν από το ΕΠ1, είναι οι πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής του Ενάγοντος εναντίον του Εναγόμενου, για επαπειλούμενη παράνομη επέμβαση του Εναγόμενου εναντίον του Ενάγοντος ή του πλαισίου εξουσιών και καθηκόντων του Ενάγοντος. Ο Ενάγων είναι μεν δήμος, με την έννοια του περί Δήμων Νόμου 111/1985, και έχει την εξουσία ελέγχου των εκσκαφών επί δημόσιων οδών, εντός των ορίων του, ωστόσο, και ο Εναγόμενος είναι οργανισμός τη λειτουργία του οποίου διέπει νόμος, ασκεί και ο ίδιος τις εξουσίες του, όπως και ο Ενάγων, προς όφελος του δημοσίου. Δεν δικαιολογείται ή δεν εκτίθεται ως δικαιολογημένη, χωρίς συγκεκριμένο και ξεκάθαρο έρεισμα, η πεποίθηση ότι ο Εναγόμενος θα ενεργήσει ενάντια σε νομοθεσίες, περιλαμβανομένου του άρθρου 19 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου 1/1971, που προνοεί σχετικά με την εκσκαφή δρόμων ή πεζοδρομίων από Συμβούλια Αποχέτευσης. Δεν εκτίθενται, τουλάχιστον με όσα έχουν προσκομιστεί στο Δικαστήριο, κρινόμενα εξ όψεως και χωρίς οποιαδήποτε αξιολόγηση, ξεκάθαρες και επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας ιδιωτικής διαφοράς μεταξύ των δύο οργανισμών, του Ενάγοντος και του Εναγόμενου. Δεν διαφαίνεται από οπουδήποτε πως δεν υπάρχει αντίληψη του Εναγόμενου ως προς το περιεχόμενο των νόμων, ή ότι υπάρχει εκφρασμένη θέση του Εναγόμενου πως η κατεδάφιση του υφιστάμενου οχετού χωρίς να φαίνεται να υπάρχει τεχνική ετοιμότητα ή και ομογνωμία ειδικών δεν είναι επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια, γι’ αυτό προτίθεται να παρέμβει, ανεξαρτήτως των όποιων συνεπειών. Δεν υπάρχει διασύνδεση της υπόθεσης του Ενάγοντος με συγκεκριμένη συμπεριφορά ή γεγονότα από πλευράς Εναγόμενου που να συνθέτουν λογικά πιθανότητα ο Εναγόμενος να προχωρήσει σε βλαπτική έως καταστροφική επέμβαση στον δημόσιο δρόμο, θέτοντας σε διακινδύνευση τη δημόσια ασφάλεια, και τις εξουσίες ή τα καθήκοντα του Ενάγοντος, υποκινούμενος απλώς από νομιζόμενη απουσία επιλογής ή από τυφλό φόβο έγερσης εναντίον του από τον ιδιώτη διαδικασίας παρακοής των δικαστικών διαταγμάτων, που δεν μπορεί για κάποιον λόγο να υπερασπιστεί.
Απεναντίας, περισσότερο φαίνεται στο Δικαστήριο μια προσπάθεια των δύο οργανισμών, συνεργαζόμενων, να δημιουργήσουν αιτιολογία – και αυτή η αιτιολογία εικάζουν πως μπορεί να είναι η ύπαρξη ενός απαγορευτικού δικαστικού διατάγματος σε ιδιωτική αγωγή – μη συμμόρφωσης του Εναγόμενου με τη δικαστική απόφαση στην αγωγή 823/2014 Ε.Δ. Πάφου, με την οποία ο Εναγόμενος διατάχθηκε από το Δικαστήριο να επαναφέρει το τεμάχιο του ΕΠ1 στην πρότερη του κατάσταση. Αποτέλεσμα με το οποίο υπάρχει, όπως φαίνεται, διαφωνία και του Ενάγοντος, που ειρήσθω εν παρόδω μετέχει δια του δημαρχεύοντος σ’ αυτόν και στη διοίκηση του Εναγόμενου. Εάν ο Ενάγων, ως Δήμος, επηρεάζεται από την έκδοση των διαταγμάτων στην αγωγή 823/2014 Ε.Δ. Πάφου, στην οποία ο ίδιος δεν ακούστηκε, μπορεί ενδεχομένως να ζητήσει την ακύρωσή τους από το Δικαστήριο που τα εξέδωσε. Εάν δεν είναι εφικτή η εκτέλεσή τους, μπορεί απλώς ο Εναγόμενος να το θέσει ως υπεράσπισή του, σε περίπτωση που ο ιδιώτης, παρά ταύτα, επιμένει στην εκτέλεσή τους. Η εκ των προτέρων παρεμπόδιση της εκτέλεσής τους, όμως, με την παραγωγή, σε παράλληλο δικαστικό πλαίσιο, σ’ αυτή την αγωγή, αντίστοιχης δικαστικής υποχρέωσης του Εναγόμενου (στην οποία ο ίδιος δεν έχει λόγο να διαφωνεί), προκειμένου να αντισταθμιστεί η υφιστάμενη δια της αγωγής 823/2014 Ε.Δ. Πάφου, όχι μόνον δεν δίδει ορατές πιθανότητες επιτυχίας βάσης αγωγής, αντικειμενικά, για να παρέμβει το Δικαστήριο υπό μορφή ενδιάμεσης θεραπείας, αλλά σαν να λαμβάνει και τη μορφή μεθόδευσης και κατ’ επέκταση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, δικαιολογώντας και την ένσταση του ΕΠ1. Συναφώς αναφέρεται πως η συμφωνία δύο προσώπων αναμεταξύ τους δεν παράγει έννομες συνέπειες έναντι τρίτων. Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να βασίζεται σε τέτοια συμφωνία και να εκδίδει διατάγματα που επηρεάζουν τρίτους. Δεν έχει ικανοποιηθεί η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 Ν.14/60.
Με δεδομένο ότι δεν έχουν αποδειχθεί σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 Ν.14/60 για την έκδοση του αιτούμενου απαγορευτικού διατάγματος, που επηρεάζει το ΕΠ1, η αίτηση για έκδοση τέτοιου απαγορευτικού διατάγματος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και γι’ αυτό απορρίπτεται.
Όσον αφορά τα έξοδα, εφόσον στο μεταξύ δεν συμφωνηθούν, το Δικαστήριο θα ακούσει τους δικηγόρους όλων των μερών την 03.01.2024 ώρα 09:00. Να υποβληθούν τότε κατάλογοι εξόδων όσων διεκδικούν έξοδα, για σκοπούς συνοπτικού υπολογισμού.
(Υπ.) …………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Κ.3.11(1)(α) ΚΠΔ.
[2] Κ.23, Κ.25 ΚΠΔ.
[3] Βλ. και Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557.
[4] American Cyanamid v. Ethicon (1975) 1 All E.R. 504· Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) ΑΑΔ 598.
[6] Πουργουρίδη ν. Μέζου (1994) 1 ΑΑΔ 201.
[7] Βλ και Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (1996) 1 ΑΑΔ 253.
[8] Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 2015.
[9] A-G v. Rathmines and Pembroke Joint Hospital Board [1904] 1 IR 161 σελ. 171, από FitzGibbon LJ· A-G v. Manchester Corpn [1893] 2 Ch 87 σελ. 92, από Chitty J ('a strong case of probability')· A-G v. Nottingham Corpn [1904] 1 Ch 673 σελ. 677, από Farwell J.
[10] Βλ. και Fletcher v. Bealey (1885) 28 Ch D 688 σελ. 698, από Pearson J.
[11] Earl of Ripon v. Hobart (1834) 3 My & K 169 σελ.176-7, από Brougham LC· Fletcher v. Bealey (1885) 28 Ch D 688 σελ. 698, από Pearson J.
[12] Fletcher v. Bealey (1885) 28 Ch D 688· Bridlington Relay Ltd v. Yorkshire Electricity Board [1965] Ch 436 (Buckley J).
[13] Bridlington Relay Ltd v. Yorkshire Electricity Board [1965] Ch 436 (Buckley J)· Elliott v. Islington LBC [2012] EWCA Civ 56.
[14] Coffin v. Coffin (1821) Jac 70· Dunn v. Bryan (1872) IR 7 Eq 143.
[15] Aldebert v. Leaf (1864) 3 New Rep 455.
[16] Wilcox v. Steel [1904] 1 Ch 212, CA· Smith v. Baxter [1900] 2 Ch 138· Stollmeyer v. Trinidad Lake Petroleum Co [1918] AC 485, PC· Great Northern Rly Co v. Bradford Corpn (1918) 88 LJ Ch 101· Litchfield-Speer v. Queen Anne's Gate Syndicate (No 2) Ltd [1919] 1 Ch 407.
[17] Shelfer v. City of London Electric Lighting Co, Meux's Brewery Co v. City of London Electric Lighting Co [1895] 1 Ch 287, CA· Pennington v. Brinsop Hall Coal Co (1877) 5 ChD 769· Morrow v. Stepney Corpn (1920) 18 LGR 458· Watson v. Croft Promo-Sport Ltd [2009] EWCA Civ 15· Colls v. Home and Colonial Stores Ltd [1904] AC 179, HL.