CYLAW
N. G. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ), Υπόθεση Αρ. 726/2021, 18/12/2023

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 726/2021)

 

18 Δεκεμβρίου 2023

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                  N. G.

                                                                             Αιτήτρια

                                                    ΚΑΙ

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΔΙΑ ΤΟΥ  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

       (ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ)

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ε Λαζαρίδου (κα), για Αιτήτρια

Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση                                                                                                           

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος Γεωργίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 12.5.2021 και σύμφωνα με την οποία απερρίφθη το αίτημά της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής.

 

Η αιτήτρια, γεννηθείσα κατά το έτος 1973, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία σε άγνωστη ημερομηνία εντός του έτους 2010 μέσω των κατεχόμενων περιοχών της Δημοκρατίας και συνέχισε να παραμένει και να εργάζεται παράνομα στη Δημοκρατία, μέχρις ότου συνελήφθη και εναντίον της σχηματίστηκε ποινική υπόθεση, η οποία εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και επιβλήθηκαν στην αιτήτρια ποινές φυλάκισης με αναστολή, για τα αδικήματα της παράνομης εισόδου και παράνομης απασχόλησης στη Δημοκρατία.

 

Στις 21.10.2010, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ενώ ακολούθως, στις 19.5.2011, απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και η ιεραρχική προσφυγή που καταχώρησε η αιήτρια κατά της αμέσως πιο πάνω απόφασης, κατόπιν απόσυρσής της από την αιτήτρια.

 

Κατά την 11.4.2021, η αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο της Λύσης με Κύπριο υπήκοο. Λόγω δε του γάμου της με Κύπριο πολίτη, η αιτήτρια συνέχισε να παραμένει και να εργάζεται στη Δημοκρατία βάσει σχετικών αδειών.

Την 1.3.2018, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής λόγω του γάμου της με Κύπριο υπήκοο.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός») και εστάλη από το Τμήμα σχετική επιστολή προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 12.5.2021. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε βάσει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2)(γ) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), δηλαδή η αιτήτρια είχε παράνομη είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία.

 

Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγής, στις 12.7.2021.

 

Η συνήγορος της αιτήτριας προωθεί δια της γραπτής της αγόρευσης ισχυρισμούς περί έλλειψης επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, κακής και/ή κακόπιστης ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση και παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης. Επιπρόσθετα, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο Υπουργός έλαβε γνώση της αίτησης της αιτήτριας, ενώ, με αναφορά στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν. 158(Ι)/1999), υποβάλλεται ότι «ούτε και ο νόμος εξουσιοδοτεί τον διευθυντή ή άλλο λειτουργό προς έκδοση τέτοιας απόφασης».

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τα πιο πάνω, προβάλλουν ότι, σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση, κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή, ενήργησε καλόπιστα, η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση και σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της, αλλ’ ούτε και οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών του Διοικητικού Δικαίου υπήρξε.

 

Τονίζουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης της Κυπριακής υπηκοότητας σε αλλοδαπό, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, ο δε Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί ένα τέτοιο αίτημα, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας. Τέτοια δε εξουσία ασκείται νόμιμα από τη Διοίκηση, εφόσον ασκείται καλόπιστα. Στην υπό εξέταση περίπτωση, σύμφωνα με τη συνήγορο της Δημοκρατίας, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και, καθόλα ορθά και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, στηριζόμενοι στο σύνολο των στοιχείων που είχαν ενώπιον τους, τα οποία και αξιολογήθηκαν δεόντως.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Το πρώτο που θα πρέπει να παρατηρήσω, είναι η εσφαλμένη θεραπεία που αξιώνεται από την πλευρά της αιτήτριας, η οποία ζητεί ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να απορρίψουν την αίτηση της αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογράφησης:  ασφαλώς και η επίδικη πράξη δεν αφορά σε  απόρριψη αιτήματος πολιτογράφησης, αλλά απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής. Πρόκειται για δυο αιτήματα με ξεκάθαρα διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετική νομική βάση.

 

Πέραν όμως των πιο πάνω, προχωρώντας στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, επισημαίνω τα εξής:

 

Εν πρώτοις, δεν συμφωνώ με τον ισχυρισμό περί απόφασης ληφθείσας υπό αναρμοδίου οργάνου. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός εξετάζεται κατά προτεραιότητα, εφόσον αφορά σε ζήτημα δημόσιας τάξης.

 

Η απόφαση λήφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών και αυτό προκύπτει από το παράρτημα 8 της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση, όπου, επί της εκεί περιεχόμενης συνοπτικής έκθεσης της Λειτουργού του Τμήματος προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 6.6.2019, στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής, εμφαίνεται η υπογραφή και η χειρόγραφη φράση «παράνομη είσοδος/παραμονή».

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας, καθότι, ως αναγράφεται στην επιστολή ημερομηνίας 12.5.2021, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, αυτή είχε παράνομη είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία.

 

Πράγματι, όπως αναφέρεται και στη σχετική συνοπτική έκθεση της αρμόδιας Λειτουργού, ημερομηνίας 6.6.2019, η οποία τέθηκε ενώπιον του Υπουργού και στην οποία γίνεται παραπομπή και σε έγγραφα του διοικητικού φακέλου, η αιτήτρια είχε εισέλθει και διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και, συνακόλουθα, εφόσον, σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση, υπήρχαν στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της μη έγκρισης της αίτησής της, υποβλήθηκε μέσω της προαναφερθείσας συνοπτικής έκθεσης, η εισήγηση για απόρριψή της, εισήγηση που έγινε δεκτή από τον Υπουργό.

 

Εν πρώτοις, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι την επίδικη απόφαση έλαβε πράγματι ο Υπουργός. Σύμφωνα με το άρθρο 110(2) του Νόμου, είναι ο Υπουργός, που, τηρουμένων των εκ του Νόμου προβλεπόμενων προϋποθέσεων, δύναται να αποφασίσει για την εγγραφή αλλοδαπού ως πολίτη της Δημοκρατίας. Εν προκειμένω, όπως καταγράφεται στο πάνω αριστερό μέρος της εν λόγω συνοπτικής έκθεσης, που ετοιμάστηκε από την αρμόδια Λειτουργό, αυτή απευθύνετο προς τον Υπουργό και, για τους λόγους που εκτίθεντο στην εν λόγω έκθεση, υποβαλλόταν η εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι η λόγω έκθεση (και η εκεί περιεχόμενη εισήγηση) απευθύνετο στον ίδιο τον Υπουργό και δεδομένης της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 110(2) του Νόμου, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι η χειρόγραφη σημείωση «παράνομη είσοδος/παραμονή», επί του υπό αναφορά εγγράφου καθώς και η εκεί τεθείσα υπογραφή που την συνοδεύει, προέρχονται από τον Υπουργό και τίποτε περί του αντιθέτου δεν έχει αποδειχθεί. Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως για παράδειγμα στη Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001, η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εν προκειμένω, τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη (βλ. επίσης Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η αιτήτρια. Το γεγονός δε ότι την επιστολή, ημερομηνίας 12.5.2021, δια της οποίας γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η απορριπτική απόφαση της Διοίκησης, υπογράφει λειτουργός του Τμήματος εκ μέρους του Διευθυντή, δεν αναιρεί το γεγονός ότι την επίδικη απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Υπουργός, σύμφωνα με το Νόμο (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην CABARDO ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1514/2019, ημερ. 6.5.2022 και, πιο πρόσφατα, στην Y.L. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 497/2021, ημερ. 16.11.2023)

 

Περαιτέρω, με τη συμφωνία του Υπουργού επί της έκθεσης της αρμόδιας Λειτουργού και την απόφασή του για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, τεκμαίρεται κατά την αρχή δικαίου, ότι ο Υπουργός συμφώνησε προς όλα που τέθηκαν ενώπιον του υπό τύπο λεπτομερούς έκθεσης, ενεργώντας όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής  Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817). Η δε σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης, ούτε εξυπακούει ότι ο αυτός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση της Λειτουργού Ελέγχου (Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6447/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D643, Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074, Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151). Αντίθετα, στην απόφαση του Υπουργού ενσωματώνεται η έκθεση και το περιεχόμενο αυτής, όπως ετοιμάστηκε από την αρμόδια Λειτουργό, την οποία ο Υπουργός υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφοροποίηση (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Varsik Mkrtchyan v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1229/2014, ημερ. 16.2.2017, Egypt Air v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1159/2015 κ.α., ημερ. 11.4.2019, Βασίλα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 426/2018, ημερ. 8.9.2021 και Y.L. και CABARDO, ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης από αναρμόδιο όργανο, αλλ’ ούτε και ζήτημα παράβασης είτε του προαναφερθέντος άρθρου 110(2) του Νόμου, είτε οποιασδήποτε άλλης διάταξης. Ο Υπουργός, καθόλα νόμιμα, ως το εκ του Νόμου αρμόδιο όργανο, προχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν στοιχειοθετούνται.

 

Κατά συνέπεια, ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 12.5.2021, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, η εν λόγω απόφαση λήφθηκε δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 110(2), στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει (η έμφαση έχει προστεθεί)-

 

«(2) Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός µπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισµένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δηµοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να µεριµνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δηµοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι-

(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δηµοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωµα να καταστεί πολίτης της Δηµοκρατίας·

(β) διαµένει µε το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστηµα όχι µικρότερο των τριών χρόνων·

(γ) είναι καλού χαρακτήρα· και

(δ) προτίθεται να εξακολουθήσει να διαµένει στη Δηµοκρατία ή, ανάλογα µε την περίπτωση, να διατελεί στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δηµοκρατίας ή στην Αστυνοµική Δύναµη της Δηµοκρατίας και µετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δηµοκρατίας:

[...]

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρµόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραµένει παράνοµα στη Δηµοκρατία:».

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 110(2), είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).

 

Συνεπώς, αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω, είναι το κατά πόσον στην υπό κρίση περίπτωση, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας, καθότι, όπως προκύπτει και από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη τα παραρτήματα της ένστασης, αυτή καταδικάστηκε σε ποινές φυλάκισης με αναστολή, για τα αδικήματα της παράνομης εισόδου και παράνομης απασχόλησης στη Δημοκρατία. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, όπως προκύπτουν και από τα παραρτήματα της ένστασης, η αιτήτρια παρέμενε και εργαζόταν παράνομα στη Δημοκρατία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

 

Επί των πιο πάνω, οι αιτιάσεις της συνηγόρου της αιτήτριας, έγκεινται ουσιαστικά στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς επαρκή στοιχειοθέτηση, προκειμένου να διαμορφωθεί από τους καθ’ ων η αίτηση ολοκληρωμένη εικόνα για το ποιόν και/ή το χαρακτήρα της αιτήτριας και να προχωρήσουν στην απόρριψη του αιτήματός της. Κατά τη σχετική εισήγηση, δεν φαίνεται να έγινε επαρκής έρευνα από τη Διοίκηση, ενώ και τα αδικήματα για τα οποία αυτή καταδικάστηκε, διαδραμάτισαν εσφαλμένα πρωτεύοντα ρόλο στη λήψη της επίδικης απόφασης, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι αυτά έγιναν κατά το έτος 2010 και έκτοτε η αιτήτρια έχει λευκό ποινικό μητρώο και/ή δεν έχει απασχολήσει τις αρχές. Αυτή η έλλειψη επαρκούς και/ή της δέουσας έρευνας και γενικότερα ο τρόπος που ενήργησαν οι καθ’ ων εν προκειμένω, υποβάλλει η πλευρά της αιτήτριας, συνιστά κατάχρηση και κακόπιστη ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Στο άρθρο 110(2) του Νόμου προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού «να µεριµνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δηµοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας», εφόσον το πρόσωπο αυτό ικανοποιεί τις εκεί τιθέμενες προϋποθέσεις. Ωστόσο, όπως ρητά προβλέπεται στη δεύτερη επιφύλαξη του ίδιας διάταξης, οι διατάξεις του συγκεκριμένου εδαφίου δεν εφαρµόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραµένει παράνοµα στη Δηµοκρατία.

 

Στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί παράβαση διάταξης Νόμου ή να καταδεικνύει ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα, δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, ούτε και να έχει ληφθεί υπόψη οτιδήποτε αντιφατικό ή αόριστο. Τα δε πραγματικά γεγονότα, στα οποία αναφέρεται η συνήγορος της αιτήτριας, ως και η σχετική επιχειρηματολογία που προβάλλεται, δεν μπορούν να ανατρέψουν την εκ του Νόμου απορρέουσα διακριτική εξουσία της Διοίκησης, ως αυτή έχει εξηγηθεί ανωτέρω, η οποία, δεδομένων και των γεγονότων της υπό εξέταση υπόθεσης, θεωρώ ότι ασκήθηκε ορθώς, καλόπιστα και εντός των ορίων της. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει και από την προαναφερθείσα συνοπτική Έκθεση που υποβλήθηκε στον Υπουργό, αξιολογήθηκαν δεόντως όλα τα στοιχεία του φακέλου της αιτήτριας και, για τους λόγους που εκτίθενται στην επίδικη απόφαση, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί σε αυτήν η Κυπριακή υπηκοότητα δι' εγγραφής, εφόσον αυτή εισήλθε και παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα. Πράγματι, ως έχει προαναφερθεί, προκύπτει δε και από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα, η αιτήτρια, πέραν του ότι αρχικώς είχε εισέλθει στη χώρα παράνομα, παρέμεινε στη Δημοκρατία και εργαζόταν παράνομα για συγκεκριμένα χρονικά διάστηματα. Συνεπώς, κατ' ορθήν εφαρμογή της προεκτεθείσας δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου, οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας για εγγραφή της ως Κύπριας πολίτη.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, αλλά και περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Αντίθετα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη.

 

Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της. Εξετάζοντας την περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 12.5.2021 απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση περιέχονται τόσο οι νομοθετικές διατάξεις που αποτέλεσαν το έρεισμά της, όσο και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου, αλλά και τα παραρτήματα της ένστασης, ιδιαίτερα δε από την προαναφερθείσα έκθεση που υποβλήθηκε στον Υπουργό και από την οποία προκύπτει με σαφήνεια ο λόγος απόρριψης της εν λόγω αίτησης από τη Διοίκηση (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Ολοκληρώνοντας, τονίζω εκ νέου ότι το υπό εξέταση στην παρούσα υπόθεση ζήτημα, αφορά σε απόρριψη αίτησης για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, για το οποίο η νομολογία είναι σαφής, πάγια και διαχρονική, αναγνωρίζοντας την ευρεία ευχέρεια και/ή διακριτική εξουσία της πολιτείας στον τομέα αυτό, ως έκφανση της κυριαρχίας της, και θέτοντας ως μόνη υποχρέωση της πολιτείας, κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας της, να ενεργεί με καλή πίστη. Για τους λόγους δε που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος.

 

Συνακόλουθα, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1400 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.