CYLAW
U.C.C. UNITED CLEANING (CYPRUS) LΙΜΙΤΕD ν. ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1883/2019, 20/12/2023

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1883/2019

                                             

    20 Δεκεμβρίου, 2023

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

U.C.C. UNITED CLEANING (CYPRUS) LΙΜΙΤΕD,

 

Αιτητές

                          Και

 

              ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ 

 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Χαράλαμπος Γ. Χαραλάμπους για Γιώτα Μιλτιάδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτήτρια

Άννα Χρίστου για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την προσφυγή τους οι Αιτητες αιτούνται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Να εκδοθεί διάταγμα και/ή απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Kαθ’ ων η Αίτηση να παρατείνουν την ισχύ των προσφορών του Διαγωνισμού υπ' αριθμόν 14/2018 υπό τον τίτλο «ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ» η οποία εξέπνευσε την 19.10.2019 παρά το γεγονός ότι οι Αιτητές και προ της λήξης της ισχύς των προσφορών κάλεσαν και υπενθύμισαν με επιστολή τους ημερομηνίας 16.10.2019 τους Καθ' ων η Αίτηση όπως παρατείνουν την ισχύ των προσφορών και/ή παράλειψη τους να αποφασίσουν εκ νέου σε σχέση με τη προσφορά των Αιτητών και/ή παράλειψη τους να επανεξετάσουν την προσφορά των Αιτητών και/ή παράλειψή τους να αποκαταστήσουν την νομιμότητα και/ή παράλειψη τους να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους στη βάση του Συντάγματος και/ή παράλειψη τους να αναθέσουν τη σύμβαση στους Αιτητές ως έχοντες την οικονομικά προσφορότερη προσφορά κατόπιν και της ακυρωτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ημερομηνίας 11.07.2019 η οποία έκρινε υπέρ των Αιτητών είναι άκυρη, παράνομη, αντίθετη προς τα άρθρα του Συντάγματος και καταχρηστική και πως  ότι παραλήφθηκε να διενεργηθεί να διαταχθεί να γίνει.

 

B. Να εκδοθεί διάταγμα και/ή απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Καθ’ ων η Αίτηση να απαντήσουν εντός τριάντα ημερών στην επιστολή των Αιτητών ημερομηνίας 16.10.2019 είναι άκυρη, παράνομη, αντίθετη προς τα άρθρα του Συντάγματος και καταχρηστική και πως ότι παραλήφθηκε να διενεργηθεί να διαταχθεί να γίνει».

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και τους διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Στις 07.09.2018, προκηρύχθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ο Διαγωνισμός με Αντικείμενο την «Παροχή υπηρεσιών για περισυλλογή, μεταφορά και απόρριψη δημοτικών αποβλήτων από την αστική περιοχή του Δήμου Παραλιμνίου» μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος σύναψης δημοσίων συμβάσεων (eProcurement). Ως τελευταία ημερομηνία υποβολής προσφορών ορίστηκε η 19.10.2018.

 

Στις 04.10.2018 δημοσιεύθηκαν διευκρινήσεις μέσω του e-procurement και ενημερώθηκαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς και στις 19.10.2018 οι Καθ’ ων η Αίτηση ενημερώθηκαν μέσω του eProcurement ότι υπέβαλαν προσφορά τέσσερις οικονομικοί φορείς, μεταξύ των οποίων οι Αιτητές.

 

Η Επιτροπή Αξιολόγησης αφού αξιολόγησε τις προσφορές στις 21.11.2018 εισηγήθηκε την ανάθεση της σύμβασης στους Αιτητές.

 

Στις 26.11.2018 σε συνεδρία της Επιτροπής Προσφορών, όπου παρουσιάστηκε η Υγειονομική Λειτουργός για να αναλύσει και να επεξηγήσει τις προσφορές που υποβλήθηκαν, ανέφερε ότι έχει γνώση ότι οι Αιητές είχαν προβλήματα με τους Δήμους Ιδαλίου και Ύψωνα, όπου είχαν αναδειχθεί ως ανάδοχοι και συγκεκριμένα πρόσθεσε ότι οι δήμοι αυτοί έχουν διακόψει τη σύμβαση που έχουν συνάψει με τους Αιτητές. Η Επιτροπή Προσφορών αφού άκουσε τα όσα λέχθηκαν αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα και να αποστείλει επιστολές στους δύο Δήμους ώστε να λάβει γνώση τους λόγους της διακοπής και να επανέλθει το θέμα για συζήτηση σε επόμενη συνεδρία.

 

Στις 27.11.2018 αποστάληκαν οι σχετικές επιστολές στους εν λόγω  Δήμους. Η Επιτροπή Προσφορών σε συνεδρία της ημερομηνίας 13.12.2018 μελέτησε τις απαντητικές επιστολές των Δήμων ενώ παράλληλα, και δεδομένου ότι παρατήρησε ότι η προσφορά των Αιτητών ήταν κάτω από το 20% του προϋπολογισμού, αποφάσισε όπως ζητηθεί νομική συμβουλή πριν προχωρήσει σε περαιτέρω διαδικασίες.

 

Στις 08.01.2019 σε συνεδρία της η Επιτροπή Προσφορών, αφού μελέτησε όλα τα σχετικά που τέθηκαν ενώπιον της καθώς και την επιστολή των νομικών τους συμβούλων, αποφάσισε όπως αποστείλει επιστολή στους Αιτητές, για να εκθέσουν τις απόψεις τους όσον αφορά τα θέματα που έχουν διαφανεί κατά την αξιολόγηση της προσφοράς τους σύμφωνα με το άρθρο 57(6)(α) του Ν.73(Ι)2016.

 

Στις 10.01.2019 οι Καθ ' ων η Αίτηση απέστειλαν επιστολή στους Αιτητές, προκειμένου να δοθούν οι απαραίτητες απαντήσεις σχετικά με τα ερωτήματα που προέκυψαν, τόσο από τις επιστολές των Δήμων όσο και σε σχέση με την τιμή της υποβληθείσης προσφοράς της. Οι αιτητές απάντησαν  με επιστολή τους ημερ. 16.01.2019.

 

Σε συνεδρία ημερομηνίας 07.03.2019 η Επιτροπή Προσφορών, αποφάσισε ομόφωνα όπως εισηγηθεί στο Συμβούλιο προσφορών την απόρριψη της προσφοράς των Αιτητών, καθότι οι διευκρινήσεις που δόθηκαν από την εταιρεία σε σχέση με την χαμηλή προσφορά τους δεν κρίθηκαν επαρκείς. Παράλληλα, κρίθηκε ότι όπως προκύπτει από την αλληλογραφία που είχε ο Καθ’ ου η Αίτηση με άλλους Δήμους που είχαν συμβληθεί με τους Αιτητές και ειδικότερα με τον έναν εξ αυτών, η εν λόγω εταιρεία εκπλήρωσε πλημμελώς τα συμβατικά της καθήκοντα με αποτέλεσμα τον πρόωρο τερματισμό της σύμβασης. Κατά την αναζήτηση των διευκρινίσεων από τους Αιτητές, oι Καθ ' ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν δόθηκαν επαρκή στοιχεία προκειμένου οι Αιτητές, να αποδείξουν την αξιοπιστία τους.

 

Στην εν λόγω συνεδρία η Επιτροπή Προσφορών αποφάσισε περαιτέρω ομόφωνα όπως εισηγηθεί στο Συμβούλιο Προσφορών την κατακύρωση της προσφοράς σε άλλο προσφοροδότη.

 

Στις 21.03.2019, το Συμβούλιο Προσφορών σε συνεδρία του υιοθέτησε την εισήγηση της Επιτροπής Προσφορών ημερομηνίας 07.03.2019 και στις 26.03.2019 οι Καθ’ ων η Αίτηση, γνωστοποίησαν στους προσφοροδότες τα αποτελέσματα του διαγωνισμού.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι Αιτητές καταχώρησαν την Ιεραρχική Προσφυγή 16/2019 ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (εφεξής «ΑΑΠ»). Ως καταγράφεται στην απόφαση της ΑΑΠ ημερομηνίας 18.04.2019 επί των προσωρινών μέτρων, οι Καθ'ων η Αίτηση είχαν διατυπώσει την αντίθεσή τους στην έκδοσή τους για διάφορους λόγους, μεταξύ αυτών και επειδή ανέφεραν ότι:

 

«Αν εκδοθούν προσωρινά μέτρα, θα πληγεί το Δημόσιο Συμφέρον. Πρόκειται για θέμα καθαριότητας το οποίο ενέχει κίνδυνο για τη Δημόσια Υγεία και τον τουρισμό της χώρας, αφού η περιοχή ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες δέχεται μεγάλο αριθμό τουριστών.»

 

Στις 11.07.2019 εξεδόθη η απόφαση της ΑΑΠ, η οποία έκανε δεκτή την προσφυγή των Αιτητών. Τα ευρήματα της ΑΑΠ στις σελίδες 25, 26-27 της απόφασης της επί της προσφυγής των Αιτητών είχαν ως ακολούθως:

 

«Συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα με τη σύμβαση του Δήμου Ύψωνα... Δεν έχουν ερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία και γεγονότα που σχετίζονται με το ζήτημα της διακοπής της σύμβασης με το Δήμο Ιδαλίου. Η μη επαρκής έρευνα πλήττει και την αιτιολογία της απόφασης σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα...Η Αιτήτρια έδωσε συγκεκριμένους λόγους γιατί η προσφορά της είναι χαμηλή, τους οποίους η Αναθέτουσα Αρχή δεν φαίνεται να έχει συνυπολογίσει, προτού καταλήξει στη γενική αναφορά ότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν δεν είναι ικανοποιητικές. Η αναφορά της Αιτήτριας σε ιδιόκτητα οχήματα δεν ήταν ανεξάρτητη και ασύνδετη με όσα άλλα υποδείκνυε σε σχέση με τα ιδιόκτητα οχήματα.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η κατάληξη μας είναι ότι ούτε η έρευνα που έγινε υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ήταν επαρκής ούτε η αιτιολογία που δόθηκε. Σαν αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται χωρίς οποιαδήποτε άλλη διαταγή.»

 

Στις 16.07.2019 οι Καθ' ων η Αίτηση απέστειλαν επιστολή στους προσφέροντες για παράταση της ισχύς της προσφοράς τους μέχρι τις 19.10.2019 ώστε να δοθεί χρόνος στα αρμόδια όργανα να επανεξετάσουν το θέμα προς συμμόρφωση με την απόφαση της ΑΑΠ. Την ισχύς της προσφοράς τους παρέτειναν μόνο οι Αιτητές.

 

Στις 16.10.2019 οι Αιτητές απέστειλαν επιστολή μέσω των δικηγόρων τους στους Καθ’ ων η Αίτηση με την οποία ζητούσαν ενημέρωση σε σχέση με την απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση επί του επίδικου διαγωνισμού κατόπιν της απόφασης της ΑΑΠ υποδεικνύοντας ότι επίκειται εκπνοή της ισχύος της προσφοράς τους στις 19.10.2019.

 

Σημειώνεται ότι από τους διοικητικούς φακέλους διαπιστώνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης της ΑΑΠ ημερομηνίας 11.07.2019, και σίγουρα, από την ημερομηνία που οι Καθ΄ων η αίτηση με την επιστολή τους ημερομηνίας 16.07.2019 ζήτησαν την παράταση της προσφοράς των προσφοροδοτών μέχρι και την εκπνοή της προσφοράς των Αιτητων στις 19.10.2019, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έπραξαν οποιαδήποτε ενέργεια για σκοπούς αξιολόγησης της προσφοράς και γενικώς προώθησης του διαγωνισμού.

 

Στις 05.11.2019 οι Καθ’ ων η Αίτηση απέστειλαν επιστολή στους Δημάρχους Γερίου, Ύψωνα και Ιδαλίου όπου ζητούσαν ενημέρωση για τους λόγους διακοπής της σύμβασης με τους Αιτητές καθώς και τις υπηρεσιακές εκθέσεις / καταγγελίες. Από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι στις 03.12.2019, απάντησε ο Δήμαρχος Γερίου στην επιστολή των Καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 05.11.2019.

 

Στις 17.12.2019 αποστάληκε στους Καθ ' ων η Αίτηση εκ νέου επιστολή από τους δικηγόρους των Αιτητών με την οποία ζητούσαν ενημέρωση σε σχέση με τον επίδικο Διαγωνισμό.

 

Στις 20.12.2019 οι Καθ ' ων η Αίτηση με απαντητική επιστολή τους ενημέρωσαν τους Αιτητές ότι θα επανέλθουν σύντομα λόγω απουσίας του Δημάρχου στο εξωτερικό.

 

Στις 27.12.2019 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή με τα ως άνω αιτητικά. Ακολούθως, στις 11.03.2020 οι Καθ ' ων η Αίτηση ενημέρωσαν τους Αιτητές ότι η ισχύς των προσφορών έχει λήξει στις 19.10.2019, ως εκ τούτου δεν υπάρχουν προσφορές σε ισχύ με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία του εν λόγω Διαγωνισμού να θεωρείται τερματισθείσα.

 

Με την παρούσα προσφυγή, οι Αιτητές, ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες παραλείψεις  είναι παράνομες, καταχρηστικές, ότι πλήττουν τις αρχές τις χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, το άρθρο 15 του περί Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμου του 2010 (Ν.104(Ι)/2010) και τα άρθρα 57 και 58 του Ν. 158(Ι)/1999. Περαιτέρω ότι πάσχουν εξ απόψεως έρευνας και αιτιολογίας. Ειδικότερα ως προς το αιτητικό Β, θεωρούν ότι παραβιάσθηκε το Άρθρο 29 του Συντάγματος λόγω τη μη απάντησης εκ μέρους των Καθ΄ ων η αίτηση εντός της 30ήμερης προθεσμίας που τάσσει η Συνταγματική επιταγή.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν όλες τις θέσεις των Αιτητών. Περαιτέρω, εγείρουν τέσσερις συναφείς προδικαστικές ενστάσεις. Ότι οι Αιτητές κωλύονται να εγείρουν την παρούσα προσφυγή γιατί η ισχύς της προσφοράς τους έχει λήξει, ότι η πράξη η οποία προσβάλλεται δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αφού δεν έχουν παραχθεί έννομα αποτελέσματα, ότι οι Αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να εγείρουν την παρούσα προσφυγή, λόγω της λήξης της ισχύος του επίδικου Διαγωνισμού και καθότι  το συμφέρον αυτό θα πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.

 

Έχω μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό το φως της νομολογίας που αμφότεροι ευπαίδευτοι συνήγοροι έφεραν υπόψη μου και διαπιστώνω ότι προσφέρει καθοδήγηση μόνο σε επιμέρους ζητήματα και όχι συνολικά ιδίως με γνώμονα τις αξιούμενες θεραπείες υπό το Αιτητικό Α της αίτησης ακυρώσεως. Διευκρινίζω ότι για καλύτερη ανάπτυξη της παρούσας, η ανάλυση που ακολουθεί, καλύπτει, την ουσία της διαφοράς όσο και τις προδικαστικές ενστάσεις, στις οποίες όμως αναφέρομαι στο τέλος.

 

Στο Αιτητικό Α, το οποίο τίθεται υπό διαζευκτικά επί μέρους «υπο-αιτητικά», οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν για διάφορους λόγους να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους ως προς τον επίδικο διαγωνισμό. Συγκεκριμένα:

 

Προσβάλλεται καταρχάς η παράλειψη των Kαθ’ ων η Αίτηση να παρατείνουν την ισχύ των προσφορών του Διαγωνισμού, η οποία εξέπνευσε στις 19.10.2019 παρά το γεγονός ότι οι Αιτητές προ της λήξης της ισχύς των προσφορών τους κάλεσαν και υπενθύμισαν με επιστολή τους ημερομηνίας 16.10.2019 όπως παρατείνουν την ισχύ των προσφορών. Προσβάλλεται, περαιτέρω, η παράλειψη των Kαθ’ ων η Αίτηση να αποφασίσουν εκ νέου σε σχέση με τη προσφορά των Αιτητών και/ή παράλειψη τους να επανεξετάσουν την προσφορά των Αιτητών  μετά την απόφαση της ΑΑΠ. Προσβάλλεται, τέλος, η παράλειψη των Kαθ’ ων η Αίτηση να αναθέσουν τη σύμβαση στους Αιτητές ως έχοντες την οικονομικά προσφορότερη προσφορά κατόπιν και της ακυρωτικής απόφασης της ΑΑΠ.

 

Με το Αιτητικό Β προσβάλλεται η παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην επιστολή των Αιτητών ημερομηνίας 16.10.2019 εντός προθεσμίας 30 ημερών.

 

Ξεκινώντας από το πρώτο «υποαιτητικό» ήτοι την ισχυριζόμενη παράλειψη των Kαθ’ ων η Αίτηση να παρατείνουν την ισχύ των προσφορών του Διαγωνισμού, η οποία εξέπνευσε στις 19.10.2019 παρά το γεγονός ότι οι Αιτητές προ της λήξης της ισχύος των προσφορών τους κάλεσαν και υπενθύμισαν με επιστολή τους ημερομηνίας 16.10.2019 όπως παρατείνουν την ισχύ των προσφορών, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Στην απόφαση Tasni Enviro Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 162, στην οποία ετέθη επίσης ζήτημα εκπνοής της ισχύος των προσφορών αναφέρθηκε (η έμφαση του Δικαστηρίου):

 

«Μετά την εκπνοή του διαγωνισμού δεν έγινε οποιαδήποτε ανανέωση. Η εφεσείουσα θα είχε ενδεχομένως δικαίωμα προσβολής της παράλειψης της αναθέτουσας αρχής να ζητήσει ανανέωση των προσφορών. Από τη στιγμή που ο διαγωνισμός έπαυσε να έχει οποιαδήποτε ισχύ, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι χωρίς νόημα εφόσον δι' αυτής δεν έχουν παραχθεί οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα. Επομένως η συγκεκριμένη πράξη της διοίκησης δεν συνιστά εκτελεστή πράξη η οποία αποσκοπούσε στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος με το οποίο δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια νομική κατάσταση, δηλαδή ένα δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα μεταξύ των διοικουμένων μη υφισταμένων πριν από την έκδοσή της

 

Το Δικαστήριο στο πιο πάνω απόσπασμα, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο μια πιθανή προσφυγή εναντίον παράλειψης μη παράτασης προσφορών να μπορούσε να κριθεί παραδεκτή. Δεν το αποφάσισε, προφανώς διότι ενώπιόν του δεν ζητείτο τέτοια θεραπεία. Ο επίδικος, όμως, στην Tasni Enviro διαγωνισμός προκηρύχθηκε από την κεντρική διοίκηση (Υπουργείο Υγείας, Διεύθυνση Αγορών και Προμηθειών) και περί τούτου εφαρμόζονταν οι περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών (Γενικοί) Κανονισμοί του 2007 (Κ.Δ.Π 201/2007). Η παράγραφος (2) του κανονισμού 36 προνοεί για δυνατότητα περαιτέρω παράτασης πέραν του αρχικού μέγιστου χρόνου συνολικής ισχύος που προνοεί η παράγραφος (1) του Κανονισμού 36 και αυτό γίνεται κατόπιν εμπλοκής του Υπουργικού Συμβουλίου[1].

 

Στην παρούσα υπόθεση όμως, αναθέτουσα αρχή είναι ο Δήμος Παραλιμνίου και, ως ορθά υποδεικνύει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ΄ ων η αίτηση, εφαρμόζονται, εν προκειμένω, οι περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών (Δημοτικοί) Κανονισμοί του 2012 (Κ.Δ.Π. 243/2012), και δη ο Κανονισμός 34 αυτών, από το κείμενο του οποίου (αλλά και γενικώς από όλη την Κ.Δ.Π. 243/2012) απουσιάζει παρόμοια πρόνοια ως αυτή του Κανονισμού 36(2) της Κ.Δ.Π 201/2007.

 

Στη παρούσα περίπτωση, οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν ήδη ζητήσει παράταση ισχύος των προσφορών (στις 16.07.2019) και πλέον είχε εξαντληθεί η μέγιστη συνολική περίοδος ισχύος προσφορών βάσει του Κανονισμού 34(2) της Κ.Δ.Π. 243/2012. Συνεπώς, μια ενδεχόμενη περαιτέρω παράταση εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση δεν θα ήταν σύμφωνη με την πρόνοια του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο έτασσε συγκεκριμένη μέγιστη διάρκεια ισχύος προσφορών και, κατά συνέπεια, με την μη περαιτέρω παράταση ισχύος, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν παρέλειψαν να εκτελέσουν μια νόμιμη οφειλόμενη ενέργεια αλλά αντιθέτως, ενήργησαν σε συμφωνία με την εν λόγω πρόνοια του Κανονισμού. Ως συνοψίστηκε στη Xειμωνίδης κ.α ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 47:

 

«Στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας που μπορεί να οδηγήσει στην καταχώριση προσφυγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.1 του Συντάγματος "οσάκις διά σαφούς διατάξεως η διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως" (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 243 και Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών, Έκδοση Τετάρτη, σελ. 195. Βλ. Επίσης Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 153, Ζένιου ν. Ρ.Ι.Κ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 2177, Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 400)».

 

Δεδομένου ότι, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν εκ του κανονισμού νόμιμη υποχρέωση να ζητήσουν από τους Αιτητές περαιτέρω παράταση της προσφοράς τους, δεν μπορεί, επί τούτου, να γίνεται λόγος για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, και άρα, το σκέλος αυτό του Αιτητικού υπό Α απορρίπτεται.

 

Με έτερο σκέλος του Αιτητικού Α, οι Αιτητές προσβάλλουν την παράλειψη των Kαθ’ ων η Αίτηση να αναθέσουν τη σύμβαση στους Αιτητές ως έχοντες την οικονομικά προσφορότερη προσφορά κατόπιν και της ακυρωτικής απόφασης της ΑΑΠ.

 

Και επ’ αυτού του Αιτητικού, η θεώρησή μου δε συνάδει με αυτήν των ευπαίδευτων συνηγόρων των Αιτητών.

 

Με την απόφαση της η ΑΑΠ έκρινε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα όλων των ουσιωδών γεγονότων που σχετίζονται με τη διακοπή κάποιων από τις προηγούμενες συμβάσεις των Αιτητών με άλλες αναθέτουσες αρχές καθώς και του τρόπου υπολογισμού της οικονομικής της προσφοράς με αποτέλεσμα αυτή να είναι τόσο χαμηλή. Περαιτέρω συνήγαγαν ότι η μη επαρκής έρευνα πλήττει και την αιτιολογία της απόφασης σε σχέση με τα συγκεκριμένα ζητήματα.

 

Συνεπώς, με την απόφαση της η ΑΑΠ δεν υπέδειξε ότι οι Καθ΄ων η αίτηση οφείλουν να κατακυρώσουν στους Αιτητές αλλά ότι έπρεπε να διερευνήσουν περαιτέρω και πλήρως τα εν λόγω ζητήματα ώστε ακολούθως να προβούν σε μια ενημερωμένη και δεόντως αιτιολογημένη απόφαση. Το περιεχόμενο της απόφασης, κατακυρωτικής υπέρ των αιτητών ή όχι, αφέθηκε εξ ολοκλήρου στους Καθ΄ων η αίτηση ως την αρμόδια αναθέτουσα αρχή την επιφορτισμένη με το καθήκον να διερευνήσει και αξιολογήσει την προσφορά των Αιτητών.  Συνεπώς  εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να επιτύχει το εν λόγω σκέλος του Αιτητικού των Αιτητών, εφόσον κατόπιν της αποφάσεως της ΑΑΠ δεν παρήχθη οποιαδήποτε νόμιμη υποχρέωση προς κατακύρωση υποχρεωτικώς στους Αιτητές του επίδικου διαγωνισμού, αλλά για περαιτέρω διερεύνηση όσων με την απόφαση της η ΑΑΠ έταξε.

 

Καταλήγοντας, θα ασχοληθώ με το σκέλος του Αιτητικού, με το οποίο πλήττεται η παράλειψη των Kαθ’ ων η Αίτηση να αποφασίσουν εκ νέου σε σχέση με τη προσφορά των Αιτητών και/ή να επανεξετάσουν την προσφορά των Αιτητών  μετά την απόφαση της ΑΑΠ, το οποίο θεωρώ ότι συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προβληματική της παρούσας υπόθεσης.

 

Ως ανέφερα στα γεγονότα και είναι εν πολλοίς παραδεκτό, από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι κατά το διάστημα που ακολούθησε της απόφασης της ΑΑΠ ημερομηνίας 11.07.2019 μέχρι και την εκπνοή της παραταθείσας προσφοράς των Αιτητών στις 19.10.2019 δηλαδή για χρονικό διάστημα τριών και πλέον μηνών (άρα για όλον τον χρόνο της παράτασης, την οποία οι ίδιοι ζήτησαν), οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έπραξαν απολύτως τίποτα προς το σκοπό προώθησης του επίδικου διαγωνισμού. Δεν διερευνήσαν το ζήτημα της οικονομικής προσφοράς των Αιτητών ούτε τη διακοπή των προηγούμενων συμβάσεων τους με άλλες αναθέτουσες αρχές. Γενικώς δεν έπραξαν οποιαδήποτε ενέργεια προς τον σκοπό αξιολόγησης της προσφοράς των Αιτητών υπό το φως της απόφασης της ΑΑΠ. Αυτή τους η απραξία δεν αμφισβητείται.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση εκκίνησαν τις όποιες ενέργειες προς το σκοπό αξιολόγησης μόλις στις 05.11.2019, μετά δηλαδή την εκπνοή της προσφοράς  των Αιτητών και ενώ οι Αιτητές τους είχαν οχλήσει με την επιστολή τους στις 16.10.2019 αναφορικά με την επικείμενη τότε εκπνοή. Ακολούθως και κατόπιν της επόμενης όχλησης των Αιτητών στις 20.12.2019, εντός Μαρτίου 2020 διαπίστωσαν ότι δεν ετίθετο πλέον ζήτημα ισχύος προσφορών με αποτέλεσμα όλη η διαδικασία του διαγωνισμού να θεωρείτο τερματισθείσα, κάτι που γνωστοποίησαν στους Αιτητές με την επιστολή τους ημερομηνίας 11.03.2020.

 

Η ανωτέρω παραδεκτή πλήρης απραξία των Καθ’ ων η αίτηση για όλον εκείνον το χρόνο ισχύος της παραταθείσας προσφοράς των Αιτητών κατόπιν και της απόφασης της ΑΑΠ, θεωρώ συγκεντρώνει εκείνα τα στοιχεία ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους τους.  Εξηγώ:

 

Κατά πάγια νομολογία, η προκήρυξη του διαγωνισμού αποτελεί κανονιστικής φύσεως διοικητική πράξη (Λουκής Π. Λουκαΐδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 862, Δημοκρατία ν. S. Kyriakos Euromarket Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 692), οι όροι της οποίας δεσμεύουν τόσο την αναθέτουσα αρχή όσο και τους προσφοροδότες[2][3].

 

Στην νομολογία του ΔΕΕ, η δέσμευση της διοίκησης με τους όρους της προκήρυξης έχει συνδεθεί με την υποχρέωση διαφάνειας και ισότιμης μεταχείρισης των προσφοροδοτών. Στην υπόθεση C‑278/14 SC Enterprise Focused Solutions SRL ημερομηνίας 16.04.2015 το ΔΕΕ ανέφερε:

 

«26. H υποχρέωση διαφάνειας έχει μεταξύ άλλων ως σκοπό να αποκλείσει τον κίνδυνο αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής (βλ., όσον αφορά το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18, απόφαση SAG ELV Slovensko κ.λπ., C‑599/10, EU:C:2012:191, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

27.  Πάντως, ο σκοπός αυτός δεν θα επιτυγχανόταν αν η αναθέτουσα αρχή μπορούσε να μην εφαρμόσει τους όρους στους οποίους η ίδια υποβλήθηκε

 

Μέσω της προκήρυξης αλλά και γενικώς από όλη την οικονομία του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016 (Ν. 73(I)/2016), η αναθέτουσα αρχή (εν προκειμένω οι Καθ’ ων η αίτηση), οφείλει να προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες προς το σκοπό εκπλήρωσης του καθήκοντός της για αξιολόγηση των ενώπιόν της προσφορών και γενικώς προώθησης της διεκπεραίωσης του διαγωνισμού. Στο σύγγραμμα του Σ. Κύβελου «Η Διοικητική & Δικαστική Προστασία κατά τη Σύναψη των Δημοσίων Συμβάσεων», σελ 27, αναφέρεται:

 

«Έννοια παράλειψης που μπορεί να προσβληθεί. Ως παράλειψη νοείται η μη εκπλήρωση από την αναθέτουσα αρχή νόμιμου καθήκοντος, το οποίο υποχρεωτικά από τη διακήρυξη επιτελείται σε δήλη ημέρα (π.χ. παράλειψη ανοίγματος των προσφορών στην ορισθείσα ημέρα —ΣΤΕ ΕΑ 1205/2009) ή άρνηση χορήγησης εγγράφων ή η άρνηση παροχής διευκρινίσεων σε περίπτωση που από τη διακήρυξη προβλέπεται ότι η αναθέτουσα αρχή οφείλει να τις παράσχει, εφόσον ζητηθούν [ΣΤΕ ΕΑ 758/2008]».

 

Οι ανωτέρω επιμέρους παραλείψεις, αφορούν το προσυμβατικό στάδιο, δηλαδή το στάδιο αξιολόγησης των προσφορών και προσβλητές θεωρούνται μόνον οι εκτελεστές παραλείψεις, δυνάμενες μάλιστα στην ελληνική έννομη τάξη να προσβληθούν και ενώπιον της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ[4]), η οποία έχει αρμοδιότητα όχι μόνον εξέτασης πράξεων αλλά και παραλείψεων των αναθετουσών αρχών. Ανεξάρτητα των αρμοδιοτήτων της ΑΑΠ και εάν έχει ή όχι ανάλογη της ΑΕΠΠ εξουσία ακύρωσης παραλείψεων (κάτι που εν πάση περιπτώσει δεν είναι επίδικο ούτε ουσιώδες στην παρούσα για να αποφασιστεί), το παρόν Δικαστήριο αδιαμφισβήτητα διαθέτει ακυρωτική εξουσία επί παραλείψεων της διοίκησης δυνάμει του Άρθρου 146(1) του Συντάγματος.

 

Μια πρώτη διαπίστωση μου με αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα από το σύγγραμμα Κύβελου και την σχετική νομολογία του ΣτΕ, είναι ότι εφόσον οι παραλείψεις εκτέλεσης υποχρεώσεων σε επιμέρους στάδια της όλης αξιολόγησης είναι δυνατόν να συνιστούν εκτελεστές παραλείψεις, έπεται ότι η πλήρης παράλειψη διενέργειας οποιασδήποτε πράξης προς το σκοπό αξιολόγησης της προσφοράς (παράλειψη η οποία συμπληρώνεται την τελευταία ημέρα ισχύος των προσφορών), είναι επίσης προσβλητή ως εκτελεστή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

 

Αυτό συμπεραίνω και με αναφορά στην οικεία περί συμβάσεων νομοθεσία της Ελλάδας (βλ άρθρα 97[5] και 106(2) του ν. 4412/2016[6]), η οποία κατατάσσει την εκπνοή της ισχύος των προσφορών στις περιπτώσεις, στις οποίες (εφόσον η αναθέτουσα αρχή δε διαπιστώσει ότι συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος ώστε να ζητήσει περαιτέρω παράταση), ματαιώνει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού. Η «ματαίωση» αποτελεί νομική έννοια αντίστοιχη της «ακύρωσης» στην Κυπριακή έννομη τάξη. Σε αυτή την περίπτωση, στην ελληνική πάντα έννομη τάξη απαιτείται διαπιστωτική πράξη της αναθέτουσας αρχής, η οποία είναι εκτελεστή και προσβάλλεται παραδεκτώς ενώπιον του ακυρωτικού δικαστηρίου. Στα πλαίσια μιας τέτοιας προσφυγής ελέγχεται από το εν λόγω δικαστήριο η όλη συμπεριφορά της διοίκησης κατά το στάδιο που προηγήθηκε της ματαίωσης άρα και κατά το στάδιο που προηγήθηκε της εκπνοής της προσφοράς εφόσον ελέγχονται οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση ματαίωσης. Ως αναφέρει ο Καθ. Δ. Ράικος στο σύγγραμμα Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, Εκδ. 2017 σελ. 561-562:

 

«η ευχέρεια αυτή της αναθέτουσας αρχής δεν είναι απόλυτη, δοθέντος ότι σε κάθε περίπτωση η απόφασή της για τη ματαίωση πρέπει να είναι εναρμονισμένη με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, και να είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. (…) Η ίδια αρχή, δηλαδή η ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να ματαιώνει τη διαγωνιστική διαδικασία με αιτιολογημένη απόφασή της, ισχύει και στο χώρο του εθνικού δικαίου , με ειδικότερες εκφράσεις της, περί των οποίων γίνεται λόγος παρακάτω.

(…)

Είναι, βέβαια, αυτονόητο ότι κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας της αναθέτουσας αρχής για ματαίωση του διαγωνισμού, ανάκληση της κατακυρωτικής απόφασης κ.λπ., τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου που διαγράφουν τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης (αρχή της αναλογικότητας, της ισότητας, της ακρόασης κ.λπ.) και του δικαστικού ελέγχου αυτής».

 

Στην Κυπριακή έννομη τάξη, η εκπνοή της ισχύος των προσφορών δεν αποτελεί λόγο «ματαίωσης», ακύρωσης δηλαδή του διαγωνισμού και επιπλέον έχει νομολογιακά καθοριστεί ότι η εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής ενημέρωση περί την εκπνοή αυτή, στερείται εκτελεστότητας (βλ Tasni Enviro). Συνεπώς η τυχούσα προσβολή οποιασδήποτε τέτοιας ενημέρωσης θα κατέληγε σε απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω μη προσβολής εκτελεστής πράξης.

 

Σε αυτό το σημείο ακριβώς έρχεται η διαφοροποίηση της παρούσας προσφυγής με όσες απασχόλησαν την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες παραπέμπομαι από την ευπαίδευτη συνήγορο των Καθ΄ων η αίτηση (Πρ. Αρ. 233/2016 Zenon Consortium v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ημερ. 23.08.2021, Πρ. Αρ. 264/2009 Κοινοπραξία Cymar Market Reasearch Ltd κ.α ν. Δημοκρατίας ημερ. 28.02.2011). Σε εκείνες το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε για δικονομικούς λόγους τις προσφυγές των προσφοροδοτών, οι οποίοι προσέβαλαν, όχι οποιαδήποτε παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση, αλλά την πληροφόρηση της αναθέτουσας αρχής περί της εκπνοής του διαγωνισμού. Και οι προσφυγές απερρίφθησαν καθότι οι εκεί προσβαλλόμενες ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα και άρα μη εκτελεστές πράξεις. Αυτό διότι, ως καθορίστηκε, στην Κυπριακή έννομη τάξη δεν προνοείται ούτε άρα απαιτείται ματαίωση διαγωνισμού αλλά η εκπνοή των προσφορών συνεπιφέρει αυτοδίκαια την αδυναμία περαιτέρω ενασχόλησης με τον διαγωνισμό, κάτι που συμβαίνει χωρίς την παρεμβολή της αποφασιστικής ή έστω διαπιστωτικής κρίσης της αναθέτουσας αρχής, η δε όποια περί αυτού ενημέρωση εκ μέρους της Αναθέτουσας Αρχής δεν φέρει εκτελεστότητα.

 

Οι Αιτητές στο υπό κρίση (υπο)αιτητικό τους, όπως και γενικώς στην προσφυγή τους, δεν προσβάλλουν πχ την επιστολή των Καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 11.03.2020, η οποία είναι αυτή ακριβώς που η νομολογία μας θα έτασσε ως τη μη εκτελεστή πληροφόρηση. Προσβάλλουν (μεταξύ των άλλων παραλείψεων, στις οποίες αναφέρθηκα) και την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να πράξουν οτιδήποτε εντός του χρόνου που όφειλαν να αξιολογήσουν την προσφορά τους ώστε να λάβουν την νόμιμη και εντός του χρόνου ισχύος της προσφοράς των Αιτητών απόφασή τους.

 

Και αυτή η παράλειψη των Καθ΄ ων η αίτηση, είναι κατά τη γνώμη μου εμφανής και δεν μπορώ παρά να την εντοπίσω. Στη βάση της (κανονιστικού περιεχομένου) προκήρυξης, με την οποία καλούν τους προσφοροδότες να προσφοροδοτήσουν συμμορφούμενοι με τους όρους που τους έθεσαν, ζητώντας  (Παράρτημα 7 σε ένσταση) παράταση ισχύος της προσφοράς τους για ακόμα τρεις μήνες ώστε να τους «δοθεί χρόνος να επανεξετάσουν το θέμα μετά την απόφαση της ΑΑΠ» (υποδεικνύοντας μάλιστα τη, βάσει της προκήρυξης, δυνατότητά τους να αποδεχτούν, απορρίψουν ή ακυρώσουν τον διαγωνισμό), οι Καθ΄ων η αίτηση έχουν δεδομένα υποχρέωση αν μη τι άλλο να καταδείξουν ότι έπραξαν έστω ένα μίνιμουμ ενεργειών προς το σκοπό εκτέλεσης των καθηκόντων τους, ως προβλέπονται στις παραγράφους 9-10 της προκήρυξης και οι ίδιοι άλλωστε δεσμεύτηκαν να πράξουν.

 

Η πιο πάνω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας γίνεται ακόμα πιο εμφανής δεδομένου ότι, με την παρεμβολή της απόφασης της ΑΑΠ, πλέον οι Καθ΄ ων η αίτηση, εκτός από την καθήκον τους βάσει της όλης οικονομίας της περί δημοσίων συμβάσεων νομοθεσίας και της προκήρυξης, είχαν και βάσει του άρθρου 15(2) περί των Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμου του 2010 (Ν. 104(I)/2010) (ως ο λόγος ακυρότητας που προβάλλεται από τους αιτητές) ώστε να εκτελέσουν την υποχρέωση τους ενημερώνοντας σχετικώς την ΑΑΠ για τις ενέργειες που έπραξαν προς τον σκοπό συμμόρφωσής τους με την ακυρωτική απόφαση της.

 

Συνεπώς εκτός του γενικότερου και αυτονόητου κατ’ εμένα, οφειλόμενου καθήκοντός τους να προβούν στις ενέργειες που οι ίδιοι όφειλαν προς αξιολόγηση και γενικώς προώθηση του διαγωνισμού, είχαν και το ειδικότερο καθήκον να προβούν στην οφειλόμενη ενέργεια συμμόρφωσης με την απόφαση της ΑΑΠ, που ακριβώς τους έθεσε όπως προβούν σε αξιολόγηση και περαιτέρω διερεύνηση της προσφοράς των Αιτητών.

 

Στο συμπέρασμά μου περί εκτελεστής παράλειψης των Καθ’ ων η αίτηση, με καθοδηγεί και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση στην Αναθ. Έφεση Αρ. 1036 Odessey Agr. Air Spraying Ltd ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 583 αναφέρθηκε (η έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προκήρυξη προσφορών είναι πράξη κανονιστικού περιεχομένου που δεσμεύει τη Διοίκηση, η δε ματαίωση από τη Διοίκηση της γενομένης πλειοδοσίας με τη ρητή ή σιωπηρά εγκατάλειψη της διαδικασίας των προσφορών ή με ανάκλησή της, χωρίς τη δέουσα αιτιολογία που, αντικειμενικά κρινόμενη, διαπιστώνεται ότι έγινε προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, δυνατό να ακυρωθεί δικαστικά δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι η ύπαρξη στους Όρους Προκήρυξης των Προσφορών όρου παρόμοιου με τον όρο 11.6 τον οποίο επικαλείται η ευπαίδευτη δικηγόρος των Εφεσιβλήτων στην παρούσα υπόθεση, δεν συνιστά από μόνη της επαρκή λόγο για την μη συμπλήρωση της διαδικασίας του διαγωνισμού με την έκδοση από τη Διοίκηση τελικής εκτελεστής πράξης κατακύρωσης της προσφοράς προς οποιοδήποτε από τους προσφοροδότες που υπέβαλαν έγκυρη προσφορά. Όροι της Προκήρυξης Προσφοράς παρόμοιοι με τον όρο 11.6 στην παρούσα υπόθεση, ακόμα και στην περίπτωση που παρέχουν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια στη Διοίκηση να μην αποδέχεται οποιαδήποτε έγκυρη προσφορά ή να ματαιώνει το διαγωνισμό με οποιοδήποτε τρόπο, δε δίδουν στη Διοίκηση δικαίωμα να ενεργεί αυθαίρετα. Αντίθετα, η άσκηση μιας τέτοιας εξουσίας υπόκειται στους περιορισμούς που θέτουν οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου περιλαμβανομένων εκείνων της χρηστής διοίκησης».

 

Συνεπώς, η σιωπηρή ματαίωση[7] ενός διαγωνισμού, η οποία εκδηλώνεται και με σιωπηρή εγκατάλειψη της όλης διαδικασίας, ως είναι και η πλήρης απραξία ή παράλειψη στην αξιολόγηση των προσφορών και η πάροδος ισχύος τους, είναι θεωρώ, και με αναφορά στην πιο πάνω αυθεντία, προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως και ελεγχόμενη από το παρόν Δικαστήριο.

 

Σημειώνω ότι, αν οι όποιες ενέργειες που έπραξαν οι Καθ’ ων η αίτηση μετά την εκπνοή της ισχύος των προσφορών, είχαν σημειωθεί πριν την εκπνοή αυτή και δη σε χρόνο κρινόμενο ευλόγως ως ικανό για προώθηση της αξιολόγησης της προσφοράς, τότε ενδεχόμενα, και υπό το πλαίσιο και των λοίπων γεγονότων, να μη μπορούσε να γίνει λόγος για παράλειψή τους σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Σε κάθε περίπτωση το σενάριο αυτό είναι υποθετικό και δε χρήζει περαιτέρω ανάλυσης.

 

Πριν καταλήξω στο πιο πάνω συμπέρασμά μου περί παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, με προβλημάτισε η φύση της πιο πάνω παράλειψης των Καθ΄ων η αίτηση δεδομένου και του επιχειρήματος της ευπαίδευτης συνηγόρου τους, μέσω παραπομπής σε νομολογία, ότι, προκειμένου μια παράλειψη να είναι δεκτική προσβολής με αίτηση ακυρώσεως δεν μπορεί να αφορά πράξη κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Επ’ αυτού σημειώνω:

 

Στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων (1951) σελ. 134 Ι(Α)(α) αναφέρεται:

 

«συνιστώσα δέ λεγομένην «παράλειψιν όφειλομένης ενεργείας». Η παραλειφθεϊσα αυτή ενέργεια δυνατόν νά συνίσταται, αα) εις ώρισμένην πραξιν, τίς όποίας τό περιεχόμενον καθορίζεται επ’ εύθείας ύπό του νόμου τυγχάνει δέ σύμφωνον πρός ύποβληθεν αίτημα διοικουμένου, το οποίον η Διοίκησις ώφειλε κατά νόμον νά ίκανοποιήση, ββ) είς την άσκησιν της υπό του νόμου άνατεθειμένης εις όργανον άρμοδιότητος επί την ρύθμισιν της υπόψη αυτού τεθείσης διά τής αιτήσεως διοικητικής σχέσεως δι' ώρισμένης έκτελεστης πράξεως, της οποίας τό περιεχόμενον άφίεται εις την διακριτικήν εξουσία της Διοικήσεως, ή όποία ύποχρεοΰται έν πάση περιπτώσει νά μή άφίση άρρύθμιστον την σχέσιν».

 

Ορίζεται δηλαδή ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας τόσο η μη εκδοθείσα πράξη κατ’ ενάσκηση δέσμιας ουσιαστικά αρμοδιότητας [περίπτωση υπό (αα) ανωτέρω] όσο και η μη άσκηση αρμοδιότητας γενικώς [ανωτέρω υπό (ββ)], υπό την έννοια ότι το διοικητικό όργανο έχει υποχρέωση να εκδώσει μια απόφαση θετική ή αρνητική και πάντως κατόπιν άσκησης διακριτικής ευχέρειας όμως παραλείπει να το πράξει με αποτέλεσμα να παραμένει αρρύθμιστη η σχέση για την οποία η διοίκηση οχλείται να δράσει δι’ εκδόσεως εκτελεστής πράξης.

 

Στο σύγγραμμα Κ. Γώγου «Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης» σελ . 60-61 αναφέρεται, ως προς τη δυνατότητα του ακυρωτικού δικαστηρίου:

 

Ο δικονομικός νομοθέτης δεν θέλησε να αποκλείσει επί ακυρωτικών διαφορών, ούτε και στις διαφορές ουσίας, a priori τη δικαστική προσβολή της παράλειψης της διοίκησης να αποφανθεί με εκτελεστή πράξη. Πράγματι, οι διατυπώσεις που χρησιμοποιούνται στο κείμενο των σχετικών διατάξεων δεν καθιστούν αποκλειστικά δυνατή μια ερμηνεία που θέλει την οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια να συνίσταται σε ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα ρύθμιση της έννομης σχέσης. Εάν κρίσιμο είναι απλώς η οφειλόμενη ενέργεια να συνιστά ρύθμιση έννομης σχέσης, δεν φαίνεται γιατί να μην μπορεί να διεκδικήσει κανείς τη ρύθμιση αυτή per se, ήτοι ασχέτως του περιεχομένου της.

 

Η νομολογία, εξ όσων μπορεί να δει κανείς, δεν έχει κρίνει ότι ένα τέτοιο αίτημα αποκλείεται να τεθεί παραδεκτά προς κρίση ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου. Αντιθέτως μάλιστα, η ελληνική επιστήμη δέχθηκε ήδη νωρίς ότι είναι δυνατή η ακύρωση της παράλειψης της διοίκησης να αποφανθεί επί αιτήματος, όταν υπάρχει σχετική νόμιμη υποχρέωση. (…) Η σύγχρονη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώνει την παράλειψη της διοίκησης να αποφανθεί με ρητή και πλήρως αιτιολογημένη διοικητική πράξη σε έναν καθόλου ευκαταφρόνητο αριθμό αποφάσεων, οι οποίες αφορούν αιτήματα έκδοσης επαγγελματικών και οικοδομικών αδειών, χωροθέτησης κτηρίων θρησκευτικής λατρείας, έγκρισης του καταστατικού ιδρυμάτων, περί κατανομής υδατικών πόρων κλπ. Με δεδομένο το γεγονός ότι το δικαστήριο έχει την εξουσία να διατυπώσει διατακτικό με το οποίο ακυρώνεται η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου να εξετάσει αίτημα στην ουσία του να αποφανθεί με αιτιολογημένη πράξη, είναι φανερό ότι αντίστοιχο περιεχόμενο θα πρέπει να επιτρέπεται γενικά και για το αίτημα του ενδίκου βοηθήματος του οποίου εκδίδεται η δικαστική απόφαση».

 

Με παρόμοιο τρόπο, στην πρόσφατη απόφαση στην Έ.Δ.Δ. Αρ. 97/2019 Mehmet Maher Cemal Eddin v. Δημοκρατίας κ.α. ημερ. 14.11.2023 όπου και εκεί ο διοικητικός φάκελος φανέρωνε πλήρη απραξία της διοίκησης, το Εφετείο με αναφορά στην πάροδο του ευλόγου χρόνου για τη λήψη απόφασης της  διοίκησης αλλά και έχοντας υπόψη του αίτημα του διοικούμενου για έκδοση διοικητικής απόφασης κατόπιν άσκησης διακριτικής ευχέρειας, ανέφερε:

 

«Καταρχάς, η θέση της εφεσίβλητης ότι, δεν είναι νομικά νοητή η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας που άπτεται, κατά την εφεσίβλητη, άσκησης διακριτικής ευχέρειας, δεν βρίσκει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Το αιτητικό της προσφυγής αφορά περιοριστικά και μόνο σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της εφεσίβλητης, όπως εξετάσει και απαντήσει στην αίτηση του εφεσείοντα (η οποία υποβλήθηκε στη βάση του Άρθρου 109 (3) του Νόμου) υποχρεωτικά (βλ. και Άρθρο 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, «πρέπει») εντός ευλόγου χρόνου, αυτός αντικειμενικά κρινόμενος, εξαρτώμενος από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης και με τελικό κριτή αυτού το Δικαστήριο (βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Ι. Χριστόφορου Α. Χριστόφορου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ., 434 έπ.) και όχι σε παράλειψη έγκρισης της αίτησης του. Τα προαναφερθέντα, βεβαίως, με τη προϋπόθεση ότι, το ζήτημα αφορά σε παράλειψη λήψης απόφασης επί αιτήματος, το οποίο να αποσκοπεί στην έκδοση διοικητικής απόφασης εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, προϋπόθεση η οποία σαφώς πληρούται στην παρούσα περίπτωση (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου)».

 

Εννοείται βέβαια, ότι το εύλογο του χρόνου της κάθε υπόθεσης κρίνεται υπό το πρίσμα των χαρακτηριστικών της. Στην παρούσα υπόθεση ασφαλώς ο εύλογος χρόνος για ενέργειες της διοίκησης δεν μπορεί παρά να κριθεί σε συνάρτηση με τις ενέργειες που έπραξε ή, καλύτερα, αμέλησε να πράξει στα πλαίσια του περιορισμένου χρόνου ισχύος της προσφοράς των αιτητών και ιδίως του επείγοντος του θέματος που οι ίδιοι οι Καθ΄ων η αίτηση επικαλούνταν (βλ. και απόφαση ΑΑΠ ημερ. 18.04.2019 αναφορικά με προσωρινά μέτρα) και όχι αφηρημένα ούτε σε συνάρτηση με άλλες περιπτώσεις όπου η διοίκηση δεν έχει ανάλογο, ως στην παρούσα περίπτωση, χρονικό περιορισμό για την άσκηση της αρμοδιότητάς της.

 

Από την άλλη μεριά, ακόμα κι αν ακολουθηθεί αυστηρότερη προσέγγιση, προκρίνοντας τη δυνατότητα προσβολής μόνον πράξεων που εκδίδονται ουσιαστικά κατά δέσμια αρμοδιότητα, στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων η ύπαρξη διακριτικής ή δέσμιας αρμοδιότητας κατά το στάδιο επιλογής ενός προσφοροδότη, δεν είναι δεδομένη. Στη σελ. 196 του πιο πάνω συγγράμματος του Ράικου αναφέρεται:

 

«Ο αποκλεισμός του υποψήφιου, η προσφορά του οποίου δεν είναι σύμφωνη με τους όρους της διακήρυξης δεν καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής, η οποία υποχρεούται να προβεί στην έκδοση της σχετικής πράξης αποκλεισμού. Επομένως, δεν μπορούν να προβληθούν βάσιμα λόγοι ότι ο αποκλεισμός του υποψηφίου από τον διαγωνισμό στην περίπτωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, ή έγινε καθ' υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας και κατά κατάχρηση εξουσίας των οργάνων του διαγωνισμού"

 

Άρα η κρίση της διοίκησης για τον αποκλεισμό ενός εκτός προδιαγραφών προσφοροδότη, δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια των Καθ΄ων η αίτηση αλλά σε δέσμια αρμοδιότητα της διοίκησης. Περαιτέρω, επί πράξης κατακύρωσης, στο σύγγραμμα Διοικητικό Δίκαιο Ε’ Εκδ. 2022 Γέροντα, Παυλόπουλου, Σιούτη, Φλογαΐτη, σελ. 447 αναφέρεται ότι:

 

«ε. Η δημοπρασία ως σύνθετη διοικητική ενέργεια ολοκληρώνεται με την κατακυρωτική απόφαση, η οποία εκδίδεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, το οποίο, κατά κανόνα, διαθέτει διακριτική ευχέρεια, με την έννοια ότι η απόφαση λαμβάνεται όχι μόνο με βάση το ύψος της προσφοράς, αλλά και με άλλα κριτήρια αξιολόγησης, όπως ο χρόνος παράδοσης, η ποιότητα, η πείρα και η φήμη του προσφέροντος (έμφαση του Δικαστηρίου)».

 

Και στο σύγγραμμα Ράικου σελ. 476-477, όπου γίνεται αναφορά στους διαγωνισμούς με κριτήριο ανάθεσης τη χαμηλότερη τιμή αναφέρεται (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου) αναφορικά με διαγωνισμούς για «απλές συμβάσεις ως οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθαρισμού (ανάλογη με την υπό κρίση):

 

«Η ανάθεση της σύμβασης με βάση το κριτήριο αυτό ακολουθείται κατά κανόνα όταν πρόκειται για απλές συμβάσεις, όπου η φύση και η ποιότητα των προσφερόμενων αγαθών ή υπηρεσιών δεν διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους και είναι σχετικά τυποποιημένα ή/και παρουσιάζουν χαμηλό επίπεδο πολυπλοκότητας (λ.χ. συμβάσεις προμήθειας καυσίμων, λιπαντικών ελαίων, αναλώσιμων -γραφικής ύλης, φωτοτυπικού χαρτιού, μελανιών, κτλ, Η/Υ, οθονών, επίπλων γραφείου, Κλιματιστικών εγκαταστάσεων, εκτυπωτικών μηχανημάτων, καθώς και συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθαρισμού, εκδόσεων, μεταφορών, κ.α.).

 

Επίσης, η επιλογή της χαμηλότερης τιμής ως κριτηρίου ανάθεσης φαίνεται να είναι η βέλτιστη λύση όταν πρόκειται για δημόσιες συμβάσεις, των οποίων το αντικείμενο περιγράφεται αναλυτικά και περιοριστικά στα έγγραφα του διαγωνισμού, και δεν επιτρέπεται στους υποψήφιους οικονομικούς φορείς να σχεδιάσουν διαφορετικές προτάσεις λύσεων ώστε να έχει νόημα η αξιολόγηση της τεχνικής τους αξίας, προκειμένου να επιλεγεί η καλύτερη προσφορά με το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη.

 

Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ δεν επιτρέπεται η υιοθέτηση από τα κράτη μέλη εν γένει κανόνων που να απαιτούν την ανάθεση της δημόσιας σύμβασης (λ.χ. σύμβασης κατασκευής έργου) πάντοτε στη χαμηλότερη τιμή, υπό την έννοια ότι πρέπει να χορηγείται στην αναθέτουσα αρχή η ευχέρεια επιλογής για κάθε σύμβαση της καλύτερης λύσης που διασφαλίζει τον πραγματικό ανταγωνισμό μεταξύ των  προσφερόντων».

 

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η θεώρηση του κατά πόσο η κατακύρωση είναι προϊόν δέσμιας αρμοδιότητας ή διακριτικής ευχέρειας είναι ζήτημα ερμηνείας και αφορά, μεταξύ άλλων, και τα κριτήρια που επέλεξε η διοίκηση στην προκήρυξη προκειμένου να αποφασίσει τον επιθυμητό προσφοροδότη. Στις περιπτώσεις που εκτός της τιμής προσμετρούν κι άλλα κριτήρια, η πλάστιγγα κλίνει υπέρ της αποδοχής διακριτικής ευχέρειας. Σε περίπτωση δε που έχει επιλεγεί η τιμή ως κριτήριο, τότε η πλάστιγγα κλίνει υπέρ δέσμιας πλέον αρμοδιότητας της διοίκησης, εφόσον δεν καταλείπεται ουσιαστικό περιθώριο ευχέρειας στην αναθέτουσα αρχή δεδομένου ότι αυτό που έχει σημασία (νοείται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις συμμετοχής), είναι η χαμηλότερη τιμή προσφοράς.

 

Σε ανάλογο συμπέρασμα οδηγούμαι και από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή Αρ. 933/2010 VELISTER LTD ν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ κ.α., ημερ. 28.02.2014[8], στην οποία διατυπώθηκε ο ακόλουθος προβληματισμός αναφορικά με την κατακυρωτική εκεί απόφαση:

 

«Η απόφαση εκείνη δεν φαίνεται να ήταν προϊόν άσκησης διακριτικής ευχέρειας, αλλά μάλλον δέσμια ενέργεια-απόρροια του γεγονότος ότι οι αιτητές ήταν οι ψηλότεροι (και τελικά οι  μόνοι) προσφοροδότες»

 

Ως προκύπτει από τον υπό κρίση διαγωνισμό, και δη από το Μέρος Α-Οδηγίες προς Οικονομικούς Φορείς, παράγραφος 2.7 σελ. 7, το κριτήριο ανάθεσης που επέλεξαν οι Καθ΄ων η αίτηση είναι «η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει συνολικής τιμής (έμφαση του Δικαστηρίου)». Περαιτέρω, στην παράγραφο 9.6 υπό τίτλο «Ολοκλήρωση Αξιολόγησης» του Μέρους Α αναφέρεται ότι «Μετά την ολοκλήρωση της οικονομικής αξιολόγησης, το Αρμόδιο Όργανο θα προβεί στην οριστική κατάταξη, κατά αύξουσα σειρά της προσφερόμενης τιμής», στο δε άρθρο 10.1 (Ανάθεση Σύμβασης) προνοείται ότι:

 

 «1. Η Ανάθεση της σύμβασης γίνεται στον Προσφέροντα του οποίου η Προσφορά έχει αναδειχθεί, κατά τη διαδικασία αξιολόγησής, ως η Πλέον Συμφέρουσα από Οικονομική Άποψη Προσφορά βάσει χαμηλότερης συνολικής τιμής.

 

2. Σε περίπτωση ισοδύναμων Προσφορών με την ίδια -χαμηλότερη- τιμή η επιλογή του Αναδόχου από την Αναθέτουσα Αρχή θα πραγματοποιηθεί με την διαδικασία της κλήρωσης».

 

Από το σύνολο των πιο πάνω προνοιών με αναγωγή σε όσα παρέπεμψα, αντιλαμβάνομαι ότι ο υπό κρίση διαγωνισμός, ως θέμα διατύπωσης, δεν καταλείπει ουσιαστική ευχέρεια στους Καθ΄ων η αίτηση, να απορρίψουν μια προσφορά, η οποία διαπιστώνεται ότι πληροί τις προϋποθέσεις συμμετοχής και διαθέτει την χαμηλότερη τιμή, ως εκ τούτου εάν στην παρούσα υπόθεση έπρεπε να προβώ σε εύρημα κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη κατακύρωσης είναι προϊόν δέσμιας ή διακριτικής ευχέρειας θα έκρινα υπέρ της πρώτης και άρα και στη βάση αυτή θα θεωρούσα ότι οι Καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να εκτελέσουν την νόμιμη οφειλόμενη ενέργειά τους να αξιολογήσουν και αποφασίσουν επί της προσφοράς της Αιτήτριας.

 

Δεδομένου του πιο πάνω ευρήματος μου, πάρελκει, θεωρώ, η οποιαδήποτε ενασχόληση μου επί του αιτητικού υπό Β της προσφυγής.

 

Με γνώμονα τα όσα ανέφερα ανωτέρω, καθίστανται απορριπτέες και απορρίπτονται και όλες οι προδικαστικές ενστάσεις των Καθ’ ων η αίτηση στο μέτρο που αυτές αναφέρονται στην παράλειψη των Καθ΄ων η αίτηση να αξιολογήσουν και αποφασίσουν επί της προσφοράς των Αιτητών εντός της περιόδου ισχύος της προσφοράς των Αιτητών.

 

Δεδομένου ότι το εύρημα της παρούσας αφορά την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να αξιολογήσουν την προσφορά των Αιτητών εντός της περιόδου ισχύος της, εκ των πραγμάτων θα ήταν αδύνατη η καταχώριση προσφυγής πριν την εκπνοή της προσφοράς των Αιτητών, εφόσον σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν θα είχε συμπληρωθεί η παράλειψη της υποχρέωσης των Καθ΄ων η αίτηση σε ενέργεια, και άρα μια τέτοια προσφυγή θα ήταν απαράδεκτη ως πρόωρη.

 

Για  τον ίδιο λόγο, παρά την λήξη ισχύος της προσφοράς τους, θεωρώ και ως δεδομένο το έννομο συμφέρον των Αιτητών να εγείρουν την παρούσα προσφυγή.

 

Εξάλλου, οι Αιτητές ήταν οι μόνοι προσφοροδότες, οι οποίοι δέχθηκαν να παρατείνουν την προσφορά τους μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης της ΑΑΠ, την οποία μάλιστα είχαν υπέρ τους και αυτή έτασσε συμμόρφωση στους Καθ’ ων η αίτηση και είχαν κάθε εύλογη προσδοκία, αν μη τι άλλο, να τύχει η προσφορά τους αξιολόγησης από τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Άλλωστε δεδομένων των προνοιών της ΚΔΠ 243/2012, στις οποίες αναφέρθηκα ήδη, δεν θα μπορούσε καν να γίνει λόγος για περαιτέρω παράταση της ισχύος της προσφοράς τους αυτής και άρα δεν θα ήταν ποτέ δυνατή  τελικά η καταχώριση προσφυγής ή η απόφαση επί μιας προσφυγής εναντίον αυτής της παράλειψης των Καθ’ ων η αίτηση υπό συνθήκες ισχύος της προσφοράς τους.

 

Σε κάθε ενδεχόμενο, σημειώνω ότι, κατ’ αναλογία, πλείστες ακυρωτικές αποφάσεις έχουν εκδοθεί επί κατακυρώσεων προσφορών, εκδίδονται με δεδομένη την εκπνοή ισχύος των προσφορών των προσφοροδοτών (μάλιστα κάποιες φορές έχουν εκτελεστεί πλήρως και οι σχετικές συμβάσεις) και αυτό που το Δικαστήριο κρίνει είναι η νομιμότητα της απόφασης των εκάστοτε αναθετουσών αρχών. Σε περίπτωση ακυρωτικού ευρήματος, αυτό που τις πλείστες φορές απομένει είναι η επαναξιολόγηση για τους σκοπούς του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος και όχι κατ’ ανάγκη η in natura αποκατάσταση ώστε να είναι απαραίτητη η ισχύς της προσφοράς προσφοροδοτών (βλ. Κ. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 629, Υπ. Αρ. 166/2018, Ν. Π. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ημερομηνίας ημερ. 10.10.2022, Υπ. Αρ. 1411/2018 U.C.C. UNITED CLEANING (CYPRUS) LTD ν. Δήμος Αγίου Τύχωνα ημερομηνίας 23.06.2023).

 

Στην Αναθ. Έφεση Αρ.42/2015 Κοινοπραξία ADT - ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. κ.α. v. Δημοκρατίας ημερ. 12.01.2022 αναφέρθηκε:

 

«Επομένως, κατά την επανεξέταση θα μπορούσε να προκύψει απόφαση απόρριψης της προσφοράς της Εφεσείουσας ή απόφαση ότι η προσφορά της πληρούσε τις προϋποθέσεις του διαγωνισμού, οπόταν και κανονικά θα συγκρινόταν με τις άλλες αιτήσεις που πληρούσαν τις προϋποθέσεις, ώστε να προκύψει ο επιτυχών προσφοροδότης στη βάση των κριτηρίων του διαγωνισμού.  Στην τελευταία περίπτωση, ο διαγωνισμός δεν θα κατακυρωνόταν στην Εφεσείουσα, αφού διαγωνισμός δεν υπήρχε πλέον, απλά θα διαφαινόταν πως, αν δεν λαμβανόταν η ακυρωθείσα απόφαση, ο διαγωνισμός θα είχε κατακυρωθεί σε αυτή, αφού είχε τη χαμηλότερη προσφορά, που ήταν και το κριτήριο επιτυχίας.  Τότε θα τεκμηριωνόταν και η αξίωση της για αποζημίωση δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.  Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι η ακυρωθείσα απόφαση δεν επέφερε χωρίς άλλο αυτό το αποτέλεσμα, αφού παρέμενε αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσο η Εφεσείουσα πληρούσε ή όχι τις προϋποθέσεις του διαγωνισμού».

 

Παρόμοια προσέγγιση ακολούθησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη λίαν πρόσφατη απόφαση του στην ΈΔΔ Αρ. 66/2017 Α.Η.Κ. ν. P.A.G. CONSTRUCTIONS LTD ημερ. 14.12.2023. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αντικρυστεί και η υπόχρεωση των Καθ’ ων η αίτηση με τα υπό κρίση πραγματικά και νομικά δεδομένα.

 

Νοείται επίσης ότι η προδικαστική ένσταση περί προσβολής μη εκτελεστής πράξης, είναι επίσης απορριπτέα, εφόσον, ως έχω ήδη υποδείξει, στην παρούσα υπόθεση, σε αντίθεση και με τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμπομαι από  τους Καθ΄ων η αίτηση, δεν πλήττεται οποιαδήποτε απόφαση τους ούτε καν πληροφοριακού χαρακτήρα πράξη τους. Πλήττεται η παράλειψή τους να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια προς το σκοπό αξιολόγησης της προσφοράς των Αιτητών κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης της ΑΑΠ, κάτι που εάν είχαν πράξει εντός του χρόνου ισχύος της προσφοράς, θα οδηγούσε σε διοικητική πράξη κατακύρωσης ή απόρριψης της προσφοράς των Αιτητών ή ακόμα και σε απόφαση τερματισμού του διαγωνισμού, σε εκτελεστή, πάντως, διοικητική πράξη[9] .

 

Δεδομένων όσων ανέφερα πιο πάνω διαπιστώνεται έδαφος παρέμβασης του παρόντος Δικαστηρίου. Η παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να αποφασίσουν εκ νέου σε σχέση με την προσφορά των Αιτητών και/ή να επανεξετάσουν την προσφορά των Αιτητών μετά την απόφαση της ΑΑΠ και κατά τον χρόνο ισχύος αυτής, είναι, δυνάμει του Άρθρου 146(4) (γ) του Συντάγματος, άκυρη και ως εκ τούτου διατάσσεται όπως πάν το παραλειφθέν δέον να εκτελεσθεί.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] (2) Το Υπουργικό Συµβούλιο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και µετά από αίτηµα της αναθέτουσας αρχής, δύναται να καθορίσει περίοδο ισχύος µεγαλύτερη από την προβλεπόµενη στην παράγραφο (1).

[2] Στο σύγγραμμα  Καθ. Δ. Ράικου Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, Εκδ. 2017 σελ. 339 αναφέρεται:

 

«Οι όροι της διακήρυξης, εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν ευθέως, δεσμεύουν τόσο τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό, όσο και την αναθέτουσα αρχή (Βλ. ενδεικτικά ΣΕ 1014/1971 Ολομ., 2416/1985, 1841/1992, 964, 966/1998 Ολομ., 1415/2000 Ολομ., 2193, 2635/2009, 1238/2011, 1667/2011 Ολομ. κ.ά., πρβλ. ΔΕΚ, απόφαση της 12.2.2002, Universale-Bau AG, c-470/99, σκ. 65 επ)..

 

 

[3] Επί  της κανονιστικής και δεσμευτικής φύσεως (και για την αναθέτουσα αρχή) της προκήρυξης βλ. περαιτέρω Διοικητικό Δίκαιο Ε’ Εκδ. 2022 Γέροντα, Παυλόπουλου, Σιούτη, Φλογαίτη, σελ. 367 και Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, Εκδ. 2017, Δ. Ράικος σελ. 338-339 και εκεί παραπεμπόμενη νομολογία του ΣτΕ.

[4] Αντίστοιχη της ΑΕΠΠ στη Δημοκρατία, στα πλαίσια των εξουσιών της δυνάμει του περί των Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμου του 2010 (Ν. 104(I)/2010) είναι η ΑΑΠ.

[5] 1. Προσφορά που ορίζει χρόνο ισχύος μικρότερο από αυτόν που προβλέπεται στα έγγραφα της σύμβασης απορρίπτεται ως μη κανονική.

2. Σε περίπτωση αιτήματος της αναθέτουσας αρχής για παράταση της ισχύος της προσφοράς, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 72, περί εγγυήσεων, για τους οικονομικούς φορείς που αποδέχθηκαν την παράταση, πριν από τη λήξη ισχύος των προσφορών τους, οι προσφορές ισχύουν και τους δεσμεύουν για το επιπλέον αυτό χρονικό διάστημα.

3. Στις διαδικασίες σύναψης δημόσιας σύμβασης έργων, μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, οι προσφορές ισχύουν και δεσμεύουν τους οικονομικούς φορείς για χρονικό διάστημα που ορίζεται στα έγγραφα της σύμβασης και ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε δέκα (10) μήνες, μέσα στο οποίο πρέπει να συναφθεί η σύμβαση. Όταν στον διαγωνισμό υποβάλλονται και τεχνικές προσφορές, ο χρόνος ισχύος των προσφορών ανέρχεται σε δώδεκα (12) κατ’ ελάχιστον μήνες. Ειδικότερα, στους διαγωνισμούς που υπόκεινται στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο ως άνω χρόνος ισχύος των προσφορών προσαυξάνεται κατά τρεις (3) επιπλέον μήνες αντίστοιχα. Στις περιπτώσεις των συμβάσεων του άρθρου 50, ο χρόνος ισχύος της προσφοράς ορίζεται στα έγγραφα της σύμβασης.

4. Στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιας σύμβασης προμήθειας αγαθών και παροχής γενικών υπηρεσιών, οι προσφορές ισχύουν και δεσμεύουν τους οικονομικούς φορείς για διάστημα που ορίζεται στα έγγραφα της σύμβασης και δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την επόμενη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής προσφορών.

5. H ισχύς της προσφοράς μπορεί να παρατείνεται κατ’ ανώτατο όριο για χρονικό διάστημα ίσο με την προβλεπόμενη από τα έγγραφα της σύμβασης αρχική διάρκεια ισχύος της προσφοράς. Μετά από τη λήξη και του παραπάνω ανώτατου χρονικού ορίου παράτασης ισχύος της προσφοράς, τα αποτελέσματα της διαδικασίας ανάθεσης ματαιώνονται, εκτός αν η αναθέτουσα αρχή κρίνει, κατά περίπτωση, αιτιολογημένα, ότι η συνέχιση της διαδικασίας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, οπότε οι οικονομικοί φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία μπορούν να επιλέξουν να παρατείνουν την προσφορά τους, εφόσον τους ζητηθεί πριν από την πάροδο του ανωτέρω ανώτατου ορίου παράτασης της προσφοράς τους. Η διαδικασία ανάθεσης συνεχίζεται με όσους παρέτειναν τις προσφορές τους και αποκλείονται οι λοιποί οικονομικοί φορείς.

Αν λήξει ο χρόνος ισχύος των προσφορών και δεν ζητηθεί παράταση της προσφοράς, η αναθέτουσα αρχή δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή της, εφόσον η εκτέλεση της σύμβασης εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, να ζητήσει εκ των υστέρων από τους οικονομικούς φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία να παρατείνουν την προσφορά τους.

 

[6] Ματαίωση της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης μπορεί να λάβει χώρα με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση της αναθέτουσας αρχής, μετά από γνώμη του αρμόδιου οργάνου, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) λόγω παράτυπης διεξαγωγής της διαδικασίας ανάθεσης με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3,

β) αν οι οικονομικές και τεχνικές παράμετροι που σχετίζονται με τη διαδικασία ανάθεσης άλλαξαν ουσιωδώς και η εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου δεν ενδιαφέρει πλέον την αναθέτουσα αρχή ή τον φορέα για τον οποίο προορίζεται το υπό ανάθεση αντικείμενο,

γ) αν λόγω ανωτέρας βίας, δεν είναι δυνατή η κανονική εκτέλεση της σύμβασης,

δ) αν η επιλεγείσα προσφορά κριθεί ως μη συμφέρουσα από οικονομική άποψη,

ε) στην περίπτωση των παρ. 3 και 4 του άρθρου 97, περί χρόνου ισχύος προσφορών,

στ) για άλλους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως ιδίως, δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος.

[7] Η «ματαίωση» εδώ έχει τη συνήθη και όχι τη νομική έννοια που έχει στην ελληνική έννομη τάξη.

[8] Σημειώνω για σκοπούς πληρότητας ότι η εν λόγω απόφαση ανατράπηκε κατ’ έφεση με την απόφαση στις Αναθ. Εφ. Αρ. 43/2014 & 48/2014 LRG ENTERPRISES LTD κ.α. v. VELISTER LTD ημερ.03.06.2020, αλλά όχι επί του εν λόγω σημείου της.

 

[9] Στο ανωτέρω σύγγραμμα του Κ. Γώγου,  σελ . 46-50 αναφέρονται μεταξύ άλλων:


«Έτσι, κατά την κλασική διατύπωση του Φαίδωνος Βεγλερή «ο εκτελεστός χαρακτήρ της παραλείψεως οφείλει v' αναζητηθή εις τον εκτελεστόν χαρακτήρα της παραλειπομένης πράξεως» (Βεγλερής, Η συμμόρφωσις της διοικήσεως εις τας αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, σ. 124). (…)

 

β) Διαδικαστικές ενέργειες απαραίτητες για την έκδοση εκτελεστής πράξης

 

Η έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης προϋποθέτει σε πολλές περιπτώσεις μια σειρά από διαδικαστικές ενέργειες, οι οποίες είτε έχουν προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, είτε συνδέονται με την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας. Η έκδοση ενός Προεδρικού Διατάγματος διορισμού σε θέση της δημόσιας διοίκησης μπορεί να περιλαμβάνει έτσι την υποβολή σχετικού ερωτήματος ή πρότασης από τη διοίκηση, την καθεαυτή έκδοση του Διατάγματος και τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Όταν εκδίδεται τελικά ρητή διοικητική πράξη με εκτελεστό χαρακτήρα, οι ενέργειες αυτού του είδους σε πολλές περιπτώσεις θα απορροφώνται από την τελική πράξη και δεν θα είναι αυτοτελώς δεκτικές προσβολής με ένδικο βοήθημα. Όμως πολύ συχνά η παράλειψη έκδοσης της τελικής πράξης οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η διοίκηση δεν προέβη σε αυτές τις αναγκαίες ενέργειες για την εκκίνηση, την προώθηση ή την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας».