ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1099/2021)
15 Δεκεμβρίου 2023
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. Κ. Μ.
2. Σ. Ι.
Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ
3. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ζ. Πουτζιουρής, για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητές
Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι αιτητές ζητούν-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 05/07/2021, βάσει της οποίας απορρίφθηκε η Ιεραρχική Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας ημερομηνίας 22/07/2020 είναι άκυρη και ή παράνομη και/ή άνευ εννόμου σημασίας και/ή ελήφθη χωρίς την άσκηση διακριτικής εξουσίας και/ή χωρίς επαρκή έρευνα και/ή με πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και/ή αντίκειται προς τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ειδικότερα της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας».
O αιτητής, σύζυγος της αιτήτριας αρ. 2, την 1.6.2018, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση οικονομικής βοήθειας για αγορά διαμερίσματος στην περιοχή Λατσιά, της Λευκωσίας. Όπως προκύπτει από το σχετικό έντυπο μεταβίβασης, ο αιτητής την 1.3.2018, είχε αγοράσει ταυτόχρονα δύο διαμερίσματα δύο υπνοδωματίων, από τον μελλοντικό του πεθερό και πατέρα της αιτήτριας αρ. 2, κ. Α. Ι., ο οποίος και είχε ανεγείρει τα εν λόγω διαμερίσματα. Προκύπτει επίσης, από σχετική χειρόγραφη σημείωση επί του εντύπου μεταβίβασης, ότι κατά τη στιγμή της αγοράς, τέθηκε επιφυλασσόμενο δικαίωμα για το ένα εκ των δύο διαμερισμάτων και δόθηκε δικαίωμα επικαρπίας αυτού εφ’ όρου ζωής, στην αδελφή της αιτήτριας αρ. 2, κα Π. Ι..
Στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης του αιτητή, έγινε έρευνα ακίνητης περιουσίας στο Κτηματολόγιο, από την οποία, ως αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, προέκυπτε ότι η αδελφή της αιτήτριας δεν είχε στην κατοχή της κάποια οικία. Περαιτέρω, από τη διενεργηθείσα έρευνα προέκυπτε ότι η αιτήτρια και σύζυγος του αιτητή αρ. 1 κατείχε, μέσω δωρεάς από τον παππού της, το 1/3 του οικοπέδου, όπου ο πατέρας της έχτισε τέσσερα διαμερίσματα, μεταξύ των οποίων και τα δυο προαναφερθέντα. Διαπιστώθηκε επίσης από τους καθ’ ων η αίτηση, ότι κατά το έτος 2011, η αιτήτρια είχε μεταβιβάσει το μερίδιό της στον πατέρα της, μεταβίβαση που, σύμφωνα με τον αιτητή αρ. 1, έγινε ώστε να υποθηκευτεί και το υπόλοιπο οικόπεδο και να αυξηθεί το ποσό του δανείου που είχε παραχωρήσει η τράπεζα στον κύριο Α. Ι., προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατασκευή των διαμερισμάτων. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή αρ. 1, το έτος ανέγερσης των διαμερισμάτων είναι το 2011, οπότε, η μεταβίβαση αφορούσε σε ένα μερίδιο του τεμαχίου που τότε ήταν κενό και το οποίο, όπως ο ίδιος δήλωσε, παραμένει κενό μέχρι σήμερα. Επ’ αυτού ωστόσο, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι, σύμφωνα με την Πύλη Κτηματολογίου, ως έτος ανέγερσης των υπό αναφορά διαμερισμάτων, αναφέρεται το έτος 2010 και, συνεπώς, συμπεραίνεται ότι στο 1/3 μερίδιο που είχε μεταβιβαστεί από την αιτήτρια αρ. 2 στον πατέρα της, περιλαμβανόταν και κάποιο εκ των τεσσάρων διαμερισμάτων που ανεγέρθηκαν. Περαιτέρω, ως επίσης καταγράφεται στο δικόγραφο της ένστασης, παρόμοια δεδομένα ισχύουν και για την αδελφή της αιτήτριας, κα Πωλίνα Ιωάννου, η οποία μεταβίβασε και αυτή το 1/3 μερίδιο της στον πατέρα της, κατά το έτος 2011.
H Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας («ΕΣΒ») στη συνεδρία της ημερομηνίας 22.7.2020, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του αιτητή, καθότι αυτός, ως αναφέρεται στη σχετική απόφαση (παράρτημα 7 στο δικόγραφο της ένστασης), «δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του Σχεδίου», εφόσον είναι ιδιοκτήτης και άλλης οικιστικής μονάδας.
O αιτητής πληροφορήθηκε για την πιο πάνω απόφαση, με επιστολή της ΕΣΒ ημερομηνίας 18.8.2020 και κατά της απόφασης αυτής, υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός»), ημερομηνίας 16.9.2020.
Στο πλαίσιο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ζήτησε τις απόψεις της Υπηρεσίας Μέριμνας και Αποκατάστασης Παθόντων και Εκτοπισθέντων επί του θέματος. Ως εκ τούτου, ετοιμάστηκε από την εν λόγω Υπηρεσία έκθεση γεγονότων σε σχέση με την Ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, η οποία εστάλη στον Γενικό Διευθυντή δι’ επιστολής, ημερομηνίας 1.12.2020.
Τελικά, η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε από τον Υπουργό και ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή ημερομηνίας 5.7.2021.
Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή στις 17.9.2021.
Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων των αιτητών, βρίσκονται ισχυρισμοί περί πραγματικής και νομικής πλάνης των καθ’ ων η αίτηση και δη ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, αλλά και νομική, ως προς την έκταση και τη φύση του δικαιώματος επικαρπίας. Στα πλαίσια αυτά, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση παραλείψαν να λάβουν υπόψη την πραγματική σύνθεση της οικογένειας των αιτητών, ως προβλέπεται στα κριτήρια παροχής στεγαστικής βοήθειας που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και/ή εσφαλμένα κατέληξαν ότι η κα Π. Ι. δεν ήταν συγγενικό πρόσωπο του αιτητή αρ. 1, εφόσον οι αιτητές είχαν τελέσει γάμο ήδη από το έτος 2019, ήτοι πριν από τη λήψη της απόφασης της ΕΣΒ. Περαιτέρω, οι καθ’ ων η αίτηση είχαν ενημερωθεί για την τέλεση του γάμου των αιτητών πριν από την έκδοση της εν λόγω απόφασης, ωστόσο στην αιτιολογία της απόφασης λανθασμένα και/ή πεπλανημένα αποκαλούν την Π. Ι. ως «μελλοντική κουνιάδα» του αιτητή, εφόσον κατά την εν λόγω ημερομηνία, ο αιτητής ήταν ήδη παντρεμένος με την αιτήτρια αρ. 2. Επιπρόσθετα, συνεχίζουν οι αιτητές, οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη την συγγένεια της αιτήτριας αρ. 2, με την αδελφή της, κα Π. Ι., κατά παράβαση των κριτήριων του οικείου Σχεδίου. Αν δε οι καθ’ ων η αίτηση λαμβάναν σωστά υπόψη τους την πραγματική σύνθεση της οικογένειας των αιτητών, θα αναγνώριζαν ότι η αιτήτρια ήταν μέρος της πραγματικής σύνθεσης της οικογένειας του αιτητή αρ. 1 και ότι το ζήτημα της συγγένειας της κας Π. Ι., δεν ήταν βάσιμος λόγος για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Εν πάση περιπτώσει, ως υποβάλλει ο συνήγορος των αιτητών δια της απαντητικής του αγόρευσης, δεν έχει σημασία για σκοπούς του Σχεδίου ότι, κατά τον χρόνο απόκτησης των διαμερισμάτων από τον αιτητή αρ. 1, οι αιτητές δεν είχαν παντρευτεί: σημασία έχει μόνον η πραγματική σύνθεση της οικογένειας των αιτητών κατά την ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης.
Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με την πλευρά των αιτητών, εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα οι καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν ότι η κα Π. Ι. δεν είχε στην κατοχή της κάποια κατοικία, ενώ στην πραγματικότητα αυτή κατείχε το ένα εκ των δυο προαναφερθέντων διαμερισμάτων.
Εντός του πιο πάνω πλαισίου, εγείρονται και ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, έγκειται στον ισχυρισμό ότι πεπλανημένα και/ή εσφαλμένα τόσο η ΕΣΒ όσο και ο Υπουργός έκριναν ότι το δικαίωμα επικαρπίας, το οποίο αναγράφηκε στο σχετικό αγοραπωλητήριο υπέρ της αδελφής της αιτήτριας αρ. 2, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθότι οι σχετικές πρόνοιες των Κριτηρίων «κάνουν λόγο για δικαίωμα οίκησης και όχι για δικαίωμα επικαρπίας». Αποτελεί βασική θέση των αιτητών, την οποία ανέπτυξαν εκτενώς, ότι το δικαίωμα οίκησης περιλαμβάνεται στο δικαίωμα επικαρπίας. Εν προκειμένω, συνεχίζουν οι αιτητές, αν και αρχικά είχε εγγραφεί δικαίωμα επικαρπίας επί του τίτλου του δευτέρου ακίνητου αντί δικαιώματος οίκησης, προκύπτει από τα πραγματικά γεγονότα ότι ο στόχος του νομοθέτη έχει εκπληρωθεί, ήτοι αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι η αδελφή της αιτήτριας, κα Π. Ι., πράγματι διαμένει στο δεύτερο διαμέρισμα και επομένως, το εν λόγω διαμέρισμα δεν μπορούσε να καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες των αιτητών.
Ως εκ των πιο πάνω, υποβάλλουν οι αιτητές, προκύπτει η έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση καθώς και η πλάνη τους ως προς την έκταση και τη φύση του δικαιώματος επικαρπίας, αλλά και του δικαιώματος οίκησης που προστέθηκε. Αυτές δε οι πλημμέλειες, ως αναφέρεται στην απαντητική γραπτή αγόρευση των αιτητών, «οδήγησαν σε μια παράλογη και άτοπη απόφαση, που είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί το βοήθημα μία προσφυγική οικογένεια η οποία στη ουσία πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να το λάβει».
Περαιτέρω, οι αιτητές προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως περιέχουσα εσφαλμένη νομική αιτιολογία και/ή μη επαρκή αιτιολογία και ως ληφθείσα κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και κατά παραγνώριση της πρόθεσης του νομοθέτη. Εντός αυτού του πλαισίου, προβάλλεται επίσης ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν ερμήνευσαν ορθώς την οικεία νομοθεσία και τον σκοπό που επιδιώκεται μέσω της ύπαρξης του Σχεδίου και των εκεί περιεχόμενων κριτηρίων. Η δε προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης σαφήνειας, κατά παράβαση του άρθρου 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).
Επιπρόσθετα, ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης, προωθούνται οι ισχυρισμοί περί μη ορθής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας των καθ’ ων η αίτηση και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας εκ μέρους τους, οι οποίοι, κατά τη σχετική εισήγηση, επέλεξαν την πιο επαχθή λύση και/ή απόφαση για τους αιτητές.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και κατ’ ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο Νόμος, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.
Εν προκειμένω, ως εξηγούν οι καθ’ ων η αίτηση στην ένστασή τους και αναπτύσσουν στην γραπτή τους αγόρευση, προκύπτει, στη βάση του συνόλου των στοιχείων της υπόθεσης, ότι ο αιτητής αγόρασε ταυτόχρονα, από τον μελλοντικό πεθερό του, δύο διαμερίσματα των δύο υπνοδωματίων, τα οποία καλύπτουν τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του. Ουσιώδους σημασίας, κατά τον συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, είναι το γεγονός ότι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, ο αιτητής αρ. 1 δεν ήταν παντρεμένος με την αιτήτρια αρ. 2, ενώ ταυτόχρονα ήταν ήδη ιδιοκτήτης δυο διαμερισμάτων, τα οποία είχε αποκτήσει από την 1.3.2018. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι δόθηκε δικαίωμα επικαρπίας εφ’ όρου ζωής στη μελλοντική κουνιάδα του αιτητή για το ένα εκ των δύο διαμερισμάτων, δεν επηρεάζει τη λήψη απόφασης, αφού με βάση τα Κριτήρια του Σχεδίου που ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, αλλά και τα κριτήρια που ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία λήψης της απόφασης της ΕΣΒ, τα εν λόγω Κριτήρια αναφέρονται σε δικαίωμα οίκησης εφ’ όρου ζωής και όχι σε δικαίωμα επικαρπίας εφ’ όρου ζωής. Η διαφοροποίηση αυτή, ως υποβάλλει ο συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, είναι ουσιώδης. Εν πάση δε περιπτώσει, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καθόλα ορθά και νόμιμα, κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των Κριτηρίων που ήσαν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά και κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας.
Έχω εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την υπό εξέταση περίπτωση μέχρι και την έκδοση της επίδικης απορριπτικής απόφασης, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία των συνηγόρων των διαδίκων.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατά την υποβολή της αίτησης του αιτητή αρ. 1, ημερομηνίας 1.6.2018, αυτός δεν ήταν παντρεμένος με την αιτήτρια αρ. 2, η δε αγορά των δυο διαμερισμάτων από τον αιτητή είχε γίνει την 1.3.2018. Αποτελεί επίσης αναντίλεκτο γεγονός που προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, ότι ο γάμος των αιτητών έλαβε χώρα στις 7.9.2019. Συνεπώς εσφαλμένα γίνεται αναφορά, τόσο στην απόφαση της ΕΣΒ, ημερομηνίας 18.8.2020, όσο και στην απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής, ημερομηνίας 5.7.2021, σε «μελλοντικό πεθερό» και «μελλοντική κουνιάδα» του αιτητή.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα Νόµου (Ν. 46(Ι)/2005), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), παρέχεται στεγαστική βοήθεια «σε οποιοδήποτε αιτητή ο οποίος ικανοποιεί τα κριτήρια, τις προϋποθέσεις και τους όρους που το Υπουργικό Συµβούλιο θέτει από καιρού εις καιρόν µε σχετικές Αποφάσεις του». Εν προκειμένω, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ίσχυαν τα Κριτήρια Παραχώρησης Στεγαστικής Βοήθειας, τα οποία είχαν εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 3.7.2019 («τα Κριτήρια»).
Στην επίδικη απορριπτική απόφαση του Υπουργού, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 5.7.2021, που εστάλη στον αιτητή, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Το αίτημα σας εξετάστηκε από την Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας στις 22.7.2020 και απορρίφθηκε, καθότι δεν καλύπτετε από τις πρόνοιες του Σχεδίου. Σύμφωνα με την έρευνα της υπόθεσης σας αγοράσατε ταυτόχρονα δύο διαμερίσματα από τον μελλοντικό πεθερό σας ο οποίος και τα ανήγειρε και καλύπτουν τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας του. Το γεγονός ότι δόθηκε δικαίωμα επικαρπίας εφ’ όρου ζωής στη μελλοντική κουνιάδα σας για το ένα εκ των δύο διαμερισμάτων, δεν επηρεάζει τη λήψη απόφασης, αφού τα κριτήρια αναφέρονται σε δικαίωμα οίκησης εφ’ όρου και όχι σε δικαίωμα επικαρπίας εφ’ όρου ζωής. Κατά την αγορά δόθηκε για το ένα εκ των δύο δικαίωμα επικαρπίας εφ’ όρου ζωής στη μελλοντική κουνιάδα σας και στην έρευνα που ακολούθησε για την ακίνητη περιουσία της κουνιάδας σας δεν φάνηκε να έχει στην κατοχή της κάποια κατοικία.
Σύμφωνα με τα κριτήρια παραχώρησης Στεγαστικής Βοήθειας, τα οποία εγκρίθηκαν από το Υπουργικό στις 3.7.2019 (Μέρος ΙΙΙ, Παράγρ. ΣΤ(5)) αναφέρεται ότι «στις περιπτώσεις αιτητών που είναι ιδιοκτήτες οικιστικής μονάδας αλλά στον αντίστοιχο τίτλο ιδιοκτησίας υπάρχει επιφύλαξη από συγγενικά πρόσωπα μέχρι τρίτου βαθμού για δικαίωμα οίκησης εφ’ όρου ζωής, παραχωρείται ολόκληρη η στεγαστική βοήθεια για ανέγερση ή απόκτηση άλλης κατοικίας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι τα άτομα αυτά να διαμένουν αποδεδειγμένα στην μονάδα όπου αναγράφεται η επιφύλαξη και να μην κατέχουν άλλη ιδιόκτητη κατοικία». Σημειώνεται ότι και στην περίπτωση που γινόταν δεκτό το δικαίωμα της επικαρπίας αντί του δικαιώματος οίκησης, η μελλοντική σας κουνιάδα στην οποία μπήκε ο όρος δεν θεωρείται συγγενικό σας πρόσωπο.
Επιπλέον με βάσει το κριτήριο (Μέρος ΙΙ, Παράγρ ΣΤ1(Β) «αιτητής ο οποίος υποβάλει αίτημα για παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας δεν πρέπει ο ίδιος η οποιονδήποτε μέλος της οικογένειας του να είναι ή να ήταν ιδιοκτήτης οικιστικής μονάδας».
Εν όψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, η ΥΜΑΠΕ εξέτασε την αίτηση σας, ορθά και νομότυπα με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά την έκδοση της απόφασης ακολουθώντας και εφαρμόζοντας τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας.».
Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρονται και στην προηγηθείσα απόφαση της ΕΣΒ, όπου επίσης τονίστηκε ότι ο αιτητής αρ. 1 κατέχει δυο διαμερίσματα που ικανοποιούν αμφότερα τις στεγαστικές του ανάγκες.
Προκύπτει λοιπόν ότι, τόσο η απόφαση της ΕΣΒ, ημερομηνίας 18.8.2020, όσο και αυτή του Υπουργού, επί της ιεραρχικής προσφυγής, ημερομηνίας 5.7.2021, λήφθηκαν στη βάση του Μέρους ΙΙ, Παράγραφοι ΣΤ(1)(β) και ΣΤ(5) των Κριτηρίων.
Σύμφωνα με την Παράγραφο ΣΤ(1)(β)-
«Αιτητής ο οποίος υποβάλλει αίτημα για παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας, δεν πρέπει:
[...]
(β) ο ίδιος ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς του να είναι ή να ήταν ιδιοκτήτης οικιστικής μονάδας. Επί τούτου ο αιτητής υποβάλλει Ένορκο Δήλωση σε μορφή που καθορίζεται από την ΥΜΑΠΕ. Εξαίρεση παρέχεται στην περίπτωση που η ΕΣΒ πείθεται ότι η οικιστική μονάδα:
(ι) χρησιμοποιείται αποδεδειγμένα ως επαγγελματική στέγη από τον ίδιο, ή συγγενικό πρόσωπο α' βαθμού.».
Σύμφωνα δε με την Παράγραφο ΣΤ(5) (η έμφαση έχει προστεθεί)-
«Στις περιπτώσεις αιτητών που είναι ιδιοκτήτες οικιστικής μονάδας αλλά στον αντίστοιχο τίτλο ιδιοκτησίας υπάρχει επιφύλαξη από συγγενικά πρόσωπα μέχρι τρίτου βαθμού, για «δικαίωμα οίκησης εφ' όρου ζωής», παραχωρείται ολόκληρη η στεγαστική βοήθεια για ανέγερση ή απόκτηση άλλης κατοικίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας στον αιτητή είναι όπως τα πρόσωπα που κατέχουν τέτοιο «δικαίωμα», να διαμένουν αποδεδειγμένα στην μονάδα όπου αναγράφεται η επιφύλαξη και να μην κατέχουν άλλη ιδιόκτητη οικιστική μονάδα. Ο εν λόγω όρος θα πρέπει να αναγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου.».
Επί της ουσίας, η πλευρά των αιτητών, στηρίζει το σύνολο της επιχειρηματολογίας της στην αμέσως πιο πάνω διάταξη, ισχυριζόμενη ότι, δεδομένης της προαναφερθείσας επιφύλαξης επί του εντύπου μεταβίβασης, περί επικαρπίας εφ’ όρου ζωής υπέρ της αδελφής της αιτήτριας αρ. 2 στο ένα εκ των δυο διαμερισμάτων, της αποδεδειγμένης χρήσης και διαμονής του συγκεκριμένου προσώπου στο εν λόγω διαμέρισμα, αλλά και του γάμου των αιτητών από το έτος 2019, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και θα έπρεπε να είχε εγκριθεί η αίτηση του αιτητή για χορήγηση στεγαστικής βοήθειας.
Εν πρώτοις, έχω την άποψη ότι η αίτηση των αιτητών θα έπρεπε να είχε εξεταστεί με βάση τα δεδομένα που είχαν ενώπιον τους οι καθ’ ων η αίτηση κατά το χρόνο εξέτασής της και όχι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Αυτό, ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης, πιστεύω ότι συνάδει με το σκοπό της θεσμοθέτησης της στεγαστικής βοήθειας, γενικότερα με το πνεύμα του Νόμου και των εξ’ αυτού απορρεόντων Κριτηρίων, ενώ βρίσκεται και σε πλήρη σύμπνοια με το άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι/1999), το οποίο εφαρμόζεται στην παρούσα κατ’ αναλογία και σύμφωνα με το οποίο, «Όταν το διοικητικό όργανο πρόκειται να εκδώσει μια πράξη, ύστερα από αίτηση, θα βασιστεί στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης».
Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αιτητές τέλεσαν γάμο στις 3.9.2019 (παράρτημα 2 στην αίτηση ακυρώσεως) και, συνακόλουθα, εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα οι καθ’ ων η αίτηση τόσο σε πρωτοβάθμιο (ΕΣΒ) όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο (με την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής), εξέλαβαν ότι ο αιτητής δεν είχε οικογένεια, στηριζόμενοι προφανώς στο χρόνο υποβολής της αίτησης και όχι στο χρόνο εξέτασης αυτής, κάνοντας αναφορά σε «μελλοντική κουνιάδα» και «μελλοντικό πεθερό».
Θεωρώ επίσης ορθή τη θέση του δικηγόρου των αιτητών ότι το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας είναι ευρύτερο από αυτό της οίκησης και το τελευταίο εμπίπτει στην εμβέλεια του περιεχομένου του πρώτου, «το οποίο παρέχει στον δικαιούχο (επικαρπωτή) την εξουσία πλήρους χρήσεως και καρπώσεως ξένου (κινητού πράγματος, ακίνητου ανώνυμου τιτλου ή και δικαιώματος, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία αυτού» (βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ Έκδοση (2002), σελ. 649). Συνεπώς, όταν στα Κριτήρια γίνεται αναφορά σε δικαίωμα οίκησης, θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνεται και το δικαίωμα επικαρπίας, ως έννοια υπερκείμενη.
Περαιτέρω, προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι η αδελφή της αιτήτριας αρ. 2, πράγματι χρησιμοποιούσε και/ή διέμενε στο ένα εκ των δυο διαμερισμάτων. Σχετικό είναι το έντυπο της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Κατάσταση Λογαριασμού από 14.6.2018 μέχρι 14.5.2020) επ’ ονόματι της αδελφής της αιτήτριας αρ. 2 και σχετικός λογαριασμός πληρωμής (παράρτημα 3 στην αίτηση ακυρώσεως).
Έτι περαιτέρω, στη βάση των αμέσως πιο πάνω, κρίνεται εσφαλμένη, και εν πάση περιπτώσει, δεν καθίσταται επαρκώς αντιληπτή και τεκμηριωμένη, η διαπίστωση των καθ’ ων η αίτηση, ότι η αδελφή της αιτήτριας αρ. 2, κα Πωλίνα Ιωάννου, ως αναφέρεται και στην απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής, «δεν φάνηκε να είχε στην κατοχή της κάποια κατοικία». Ως προκύπτει και από τα παραρτήματα της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση (βλ. παράρτημα 4), η διενεργηθείσα επ’ αυτού έρευνα έγινε στο Κτηματολόγιο και προέκυψε από αυτήν ότι η αδελφή της αιτήτριας αρ. 2 δεν έχει επ’ ονόματι της και δεν είναι ιδιοκτήτρια οποιασδήποτε κατοικίας. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση διαφέρει ουσιωδώς από το ζήτημα του κατά πόσον το εν λόγω πρόσωπο είχε στην κατοχή του κάποια κατοικία, ως προκύπτει ότι συμβαίνει εν προκειμένω με την κα Π. Ι. και το διαμέρισμα όπου αυτή κατοικεί, δυνάμει του προαναφερθέντος επιφυλαγμένου δικαιώματος επικαρπίας.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αποβαίνουν καταλυτικές για την έκβαση της υπό εξέταση προσφυγής, εφόσον προκύπτει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο πρώτο εδάφιο της προεκτεθείσας Παραγράφου ΣΤ(5) και η υπό κρίση περίπτωση, αποτελεί περίπτωση αιτητή που είναι ιδιοκτήτης οικιστικής μονάδας, «αλλά στον αντίστοιχο τίτλο ιδιοκτησίας υπάρχει επιφύλαξη από συγγενικά πρόσωπα μέχρι τρίτου βαθμού, για ‘δικαίωμα οίκησης εφ' όρου ζωής’», έχοντας ωσαύτως ο αιτητής δικαίωμα να του παραχωρηθεί στεγαστική βοήθεια για απόκτηση άλλης κατοικίας.
Εν προκειμένω, εξετάζοντας το έντυπο δήλωσης μεταβίβασης ακινήτου, ημερομηνίας 1.3.2018 (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης), διαπιστώνω ότι σε αυτό, στο μέρος «Στοιχεία του Ακινήτου που Μεταβιβάζεται», παρατίθενται ξεχωριστά και γίνεται ξεχωριστή περιγραφή των δυο υπό αναφορά διαμερισμάτων που μεταβιβάστηκαν δυνάμει αγοραπωλησίας στον αιτητή αρ. 1, με το ένα εξ’ αυτών να έχει αριθμό εγγραφής 0/8515 και το άλλο 0/8512. Στο ίδιο έντυπο, στο σημείο (ε) «Επιφυλασσόμενο Δικαίωμα», καταγράφονται επίσης και τα εξής: «Το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/8512 μεταβιβάζεται με δικαίωμα επικαρπίας εφ’ όρου ζωής στο όνομα της Π. Ι.». Είναι σαφές ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, η επιφύλαξη υπέρ της κας Π. Ι., αδελφής της αιτήτριας αρ. 2, έχει τεθεί για τη μια εκ των δυο οικιστικών μονάδων, ήτοι για το διαμέρισμα με αρ. εγγραφής 0/8512, με αποτέλεσμα, ενόψει και των όσων έχουν προαναφερθεί, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω Παραγράφου ΣΤ(5) και να δικαιούται ο αιτητής στεγαστικής βοήθειας. Εν προκειμένω, ο «αντίστοιχος τίτλος» περιλαμβάνει και/ή ο τίτλος ακίνητης ιδιοκτησίας αντιστοιχεί σε δυο ξεχωριστές οικιστικές μονάδες με ξεχωριστούς αριθμούς εγγραφής και για τη μια εκ των μονάδων αυτών, ήτοι για το ένα εκ των δυο διαμερισμάτων υπάρχει επιφυλασσόμενο δικαίωμα επικαρπίας, ήτοι πλήρους χρήσεως και καρπώσεως του διαμερίσματος, υπέρ της κουνιάδας του αιτητή.
Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή των Κριτηρίων και δη της Παραγράφου ΣΤ(5), του Μέρους ΙΙ αυτών, κρίνω ότι ο αιτητής καλύπτεται από τις εν λόγω πρόνοιες και εσφαλμένα η ΕΣΒ έκρινε περί του αντιθέτου, όπως εσφαλμένη υπήρξε και η απόφαση απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής.
Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, έχω την άποψη ότι θα αντιστρατεύετο τον ίδιο το σκοπό και/ή λόγο ύπαρξης των διατάξεων περί στεγαστικής βοήθειας, οι οποίες, ως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, αποσκοπούν στην, μέσω χρηματικής αρωγής, παροχή δυνατότητας αγοράς οικιστικής μονάδας και απόκτησης κατοικίας, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι στεγαστικές του ανάγκες, από πρόσωπο που δεν είναι ιδιοκτήτης οποιασδήποτε κατοικίας ή/και οικιστικής μονάδας, ή που είναι ιδιοκτήτης τέτοιας κατοικίας, της οποίας όμως ο τίτλος ιδιοκτησίας φέρει επιφύλαξη δικαιώματος οίκησης (και βεβαίως επικαρπίας).
Ως εκ των πιο πάνω, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, κρίνω ότι υφίσταται κενό έρευνας και οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν υπό καθεστώς ουσιώδους νομικής και πραγματικής πλάνης, η οποία αναπόφευκτα επιδρά στην διαμόρφωση της τελικής, προσβαλλόμενης, απόφασης. Συναφώς, ως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 43(2) του Νόμου 158(Ι)/1999, «Αν η πλάνη έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου, είναι ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη». Είναι εξάλλου γνωστή η νομολογία, σύμφωνα με την οποία, πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, είναι αρκετή για να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, νοουμένου ότι η πλάνη αφορά ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως ακριβώς συμβαίνει και εν προκειμένω (βλ. Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1994) 3 Α.Α.Δ. 27 σελ. 31, Περικλέους ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 174, Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863, 869-870, Παπαδόπουλος κ.α. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.Α.Δ. 276 και CYPOIL FUEL TANKERS LIMITED ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 188). Στην ουσία, η παρανομία έγκειται στο ότι εμφιλοχωρεί πλάνη στη σειρά των συλλογισμών του διοικητικού οργάνου (βλ. και Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 ΑΑΔ 713, Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228 και Δημοκρατίας ν. Μαυρομμάτη κ.α. (1991) 3 ΑΑΔ 543 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Ηλία ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 622/2018, ημερ. 18.9.2020). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι ακόμα και η πιθανότητα πλάνης αναφορικά με ουσιώδη γεγονότα, οδηγεί σε ακύρωση (Δήμος Στροβόλου ν. Πήττα κ.α. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 55) και η αρχή αυτή αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι το Δικαστήριο, με τη διαπίστωση πλάνης, δεν θα προσπαθήσει να υποκαταστήσει την πρωτογενή κρίση της Διοίκησης, πιθανολογώντας ως προς το ποιος τελικά θα ήταν ο καλύτερος υποψήφιος, αν δεν μεσολαβούσε η διαπίστωση πλάνης (βλ. Ανδρέας Πολυνείκης κ.α. ν. Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 422/2008 και 623/2008, ημερ. 30.6.2010).
Στην παρούσα, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών δεδομένων, ως αυτά έχουν προεκτεθεί, δε χωρεί αμφιβολία ότι η πιθανότητα πλάνης, ούτως ή άλλως, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1900 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.